Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Thanasis Papakonstantinou

Thanasis Papakonstantinou

Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Η φύση καταστρέφεται και θέλω να κρατήσω στη μνήμη των ανθρώπων την ομορφιά που χάνεται. Πιστεύω ότι όσο πιο τοπικός είσαι, τόσο πιο παγκόσμιος.

Αγωνιστική Παρέμβαση Χαλκιδικής

Η φύση καταστρέφεται και θέλω να κρατήσω στη  μνήμη των ανθρώπων την ομορφιά που χάνεται. Πιστεύω ότι όσο πιο τοπικός είσαι, τόσο πιο παγκόσμιος.

     Πηγή:https:Vice.com


Βρέχει κι ο ουρανός σκοτείνιασε πιο γρήγορα - είναι σαν πέτρα πάνω από τα κεφάλια μας. Αφήνουμε πίσω τον μελαγχολικό θεσσαλικό κάμπο και οδηγούμε προς το Μεταξοχώρι Λάρισας, έξω από την Αγιά. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μάς βρίσκει στο καφενείο με την πράσινη πόρτα. «Σας περίμενα λίγο πιο αργά και βγήκα βόλτα με τον σκύλο», λέει. Κάθεται στη θέση του συνοδηγού και ανηφορίζουμε πιο βαθιά στο δάσος, στο γειτονικό χωριουδάκι, όπου έχει φτιάξει το στούντιό του, σχεδόν στην ερημική ησυχία. Μιλά ζεστά από την πρώτη στιγμή και γελά δυνατά, με κλειστά μάτια. Η βροχή τώρα έχει δυναμώσει πολύ. Ο δρόμος ολοένα και στενεύει, πυκνή βλάστηση και φυλλωσιές καλύπτουν τα ρέλια, δεξιά κι αριστερά. Η φύση εδώ πάνω οργιάζει· κρύβει την ίδια δύναμη με αυτόν τον άνθρωπο, που έχει την κοψιά δασκάλου, όμως μπορεί με τα λόγια και τη μουσική του να ανοίξει τη γη στα δύο. Λίγο αργότερα, θα φθάσουμε. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, μας μίλησε για τον καινούριο του δίσκο, που έχει τίτλο «Με στόμα που γελά» - «δώδεκα ερμηνείες ο Σωκράτης και μία -για μαγάρισμα- ο υποφαινόμενος», γράφει ο ίδιος στο εισαγωγικό σημείωμα. Πριν από αυτά, είπαμε για τα παιδικά του όνειρα, τον Χατζηδάκι, τα ουράνια σώματα, το στιγμιαίο του έρωτα και το νόημα της ύπαρξής μας.
VICE: Ποια είναι η πιο ισχυρή ανάμνηση από τα παιδικά σου χρόνια;
Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Ήμουν πιτσιρικάς και η μάνα μου ζήτησε, χωρίς να το σκεφτεί, να κατεβάσω το γάλα που έβραζε πάνω στη σόμπα κι είχε αρχίσει να φουσκώνει. Ήμουν πιο μικρός από τη σόμπα κι έτσι όπως πήγα να κατεβάσω το γάλα, χύθηκε πάνω στο χέρι μου. Ένιωσα υπεύθυνος και κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι.
Γεννήθηκα στην Ελασσόνα και μεγάλωσα στον Τύρναβο της Λάρισας. Οι γονείς μου ήταν εργάτες, φτωχοί άνθρωποι, που δούλεψαν πολύ σκληρά. Με τη μάνα μου, μέχρι πριν λίγα χρόνια, αν βάζαμε μπρα ντε φερ, θα με κέρδιζε.
Τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Σκηνοθέτης.
Πάντα πίστευα ότι αξίζει η γέννα ενός τραγουδιού. Αυτό είναι το μέγιστο της ευχαρίστησης.
Με ποιο ερέθισμα;
Δεν μπορώ να το στοιχειοθετήσω. Παρακολουθούσα σινεμά, όμως μη φανταστείς κάτι φοβερό - ό,τι ερχόταν εκείνη την εποχή στους κινηματογράφους της επαρχίας. Θυμάμαι έντονα τον κόσμο μαζεμένο έξω από το σινεμά, με κατεβασμένα ρολά και οι άνθρωποι να τεντώνουν τα χέρια για να πάρουν ένα εισιτήριο.
Θέλεις να μου πεις την ιστορία με τον Λοΐζο;
Σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, μηχανολόγος μηχανικός στο ΑΠΘ, κι εκείνη την εποχή έγραφα κάποια στιχάκια. Μου άρεσαν τα τραγούδια του και του έστειλα στίχους - αρκετά άγαρμπους, δεν είχαν κάποια εσωτερικότητα. Μια μέρα, γυρνώντας σπίτι, είχε φρακάρει η πόρτα· ήταν ένα τηλεγράφημα από τον Μάνο Λοΐζο, που έγραφε «Θανάση, μου αρέσουν οι στίχοι σου και θέλω να συνεργαστούμε». Έπαθα σοκ. Στην πορεία γνωριστήκαμε και κάποια στιγμή που ξεθάρρεψα, του έδωσα να ακούσει τραγούδια μου. Και μου λέει, «Θανάση, δεν έχεις ταλέντο με τη μουσική, μείνε στον στίχο».

«Εργάστηκα ως μηχανολόγος, σε μια περίοδο που είχε ξεφύγει η κατάσταση. Πήγαινες σε μια μικρή κοινότητα να βάλεις μια πομόνα κι ερχόταν ο κοινοτάρχης και ζητούσε μίζα».
Είναι αλήθεια η ιστορία με τον Χατζηδάκι και τη χειρόγραφη σημείωση στην κασέτα με το τραγούδι σου; 
Δεν ξέρω, μπορεί να την έγραψε και ο Νίκος ο Κυπουργός, διότι ο Χατζηδάκις δεν άκουγε όλα τα τραγούδια. Είχα στείλει, το 1982, στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα ένα λαϊκό κομμάτι, με τίτλο «Η Χελώνα», που δεν επιλέχθηκε στον τελικό διαγωνισμό. Ετοιμαζόμουν να φύγω φαντάρος και ξαφνικά με πήραν τηλέφωνο, λέγοντάς μου ότι το τραγούδι επιλέχθηκε την τελευταία στιγμή στη θέση ενός άλλου. Πήγα με βαριά καρδιά, χωρίς να έχουμε κάνει ούτε πρόβα. Δεν μου έδινε κανένας σημασία και λέω κάποια στιγμή στον Χατζηδάκι, «Φεύγω, δεν έχουμε βρει ούτε άνθρωπο να το τραγουδήσει». Μου λέει, «Μείνε, θα βρούμε». Τελικά, βρήκαμε, αν και μου το ξέσκισαν λίγο το κομμάτι, επειδή ήταν γραμμένο με τζουρά και παίχτηκε με μαντολίνο και κλασσική κιθάρα (γελάει δυνατά). Αργότερα, δεν θυμάμαι πώς, πήρα πίσω την κασέτα και κάποιος είχε γράψει με κόκκινο στιλό –είχε κι ένα αγγλικό ερωτηματικό– τη φράση «περίεργο λαϊκό, να ξανακουστεί».
Η φύση καταστρέφεται και θέλω να κρατήσω στη μνήμη των ανθρώπων την ομορφιά που χάνεται. Πιστεύω ότι όσο πιο τοπικός είσαι, τόσο πιο παγκόσμιος.
Μου κάνει εντύπωση ότι υπήρξες εργολάβος δημόσιων έργων.Ναι, ως μηχανολόγος εργάστηκα για την κατασκευή αρδευτικών συστημάτων, ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων σε σχολεία και άλλων έργων. Το είχα πάρει απόφαση, προτιμούσα να φθαρώ σε κάτι που δεν αγαπούσα και να κρατήσω όλη μου τη θέρμη για τη μουσική. Έτσι, παρέμεινα καιόμενη βάτος. Σκέφτομαι ότι, αν ζούσα εξ αρχής από τη μουσική, έχοντας στο μεταξύ κάνει οικογένεια και παιδιά, μπορεί να έβαζα νερό στο κρασί μου. Αυτό δεν συνέβη σίγουρα. Το δεύτερο είναι ότι γνώρισα ανθρώπους, μαστόρια, που δεν θα τους γνώριζα διαφορετικά. Ξέρεις τι μεγάλο σχολείο είναι; Υπήρχαν, βέβαια, και αρνητικά. Εργάστηκα σε μια περίοδο, που είχε ξεφύγει η κατάσταση. Πήγαινες σε μια μικρή κοινότητα να βάλεις μια πομόνα κι ερχόταν ο κοινοτάρχης και ζητούσε μίζα.
Ο πρώτος δίσκος, η «Αγία Νοσταλγία», κυκλοφορεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1993. Τι έκανες στο ενδιάμεσο;
Παράλληλα με τη δουλειά που λέγαμε παραπάνω, έφτιαχνα μουσικά όργανα και πάντα έγραφα τραγούδια, ήδη από τον στρατό. Αλλά δεν ήμουν πιεστικός, πάντα πίστευα ότι αξίζει η γέννα ενός τραγουδιού. Ότι αυτό είναι το μέγιστο της ευχαρίστησης.

«Ανοίγομαι σαν μικρό παιδί στη μουσική, χωρίς να έχω θεωρητική κατάρτιση, αλλά μόνο το ένστικτο. Επομένως, δεν έχω και όρια»
Θεωρείς τα τραγούδια σου δύσκολα;
Δεν ξέρω, μια «θανασίλα» μπορεί να την έχουν. Κοίτα, ανοίγομαι σαν μικρό παιδί στη μουσική, χωρίς να έχω θεωρητική κατάρτιση, αλλά μόνο το ένστικτο. Επομένως, δεν έχω και όρια. Με βοηθάει, βέβαια, ότι έχω ακούσει πολλή λαϊκή μουσική. Για μένα, λαϊκό έργο τέχνης είναι αυτό που μπορεί να συγκινήσει ταυτόχρονα τον πιο ανυποψίαστο και τον πιο υποψιασμένο. Έτσι, πάντα μου έρχεται στο μυαλό ως βαθιά λαϊκός καλλιτέχνης ο Βαν Γκογκ. Μπορεί να συγκινήσει μια γιαγιά που δεν έφυγε ποτέ από το χωριό κι ένας βαθιά διανοούμενος άνθρωπος.
Παρ’ όλο που είμαι άθεος και αγνωστικιστής, πιστεύω ότι υπάρχει προδιαγεγραμμένο. Απλώς, είναι τόσοι πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν αυτό που τελικά συμβαίνει και δεν τους γνωρίζουμε.
Στους στίχους σου υπάρχουν συχνές αναφορές στη φύση.Νομίζω περνάω εικόνες από αυτά που έχω βιώσει. Έπειτα, η φύση καταστρέφεται και θέλω να κρατήσω στη μνήμη των ανθρώπων την ομορφιά που χάνεται. Πιστεύω ότι όσο πιο τοπικός είσαι, τόσο πιο παγκόσμιος. Τοπικός, με την έννοια ότι εφόσον περάσεις στο έργο τον τρόπο που μιλάς κι αυτά που έχεις δει, ακριβώς επειδή είναι αυθεντικά, είναι και παγκόσμια.
Αναφέρεσαι, επίσης, συχνά στα ουράνια σώματα.
Ναι. Είναι μια εικόνα που με επαναφέρει στο ανθρώπινο μέτρο, στην αίσθηση ότι είμαστε ένα τίποτα.
Μια αναζήτηση προς το θείο;
Όχι, δεν έχω νιώσει ότι υπάρχει κάποιος θεός. Το βασικό που με ταλαιπωρεί εσωτερικά και υπάρχει σε πολλά τραγούδια μου είναι η αίσθηση που έχω για το σύμπαν και την ολότητητα, ότι δηλαδή είμαστε ένα ομοίωμα του σύμπαντος, ένα κομματάκι του. Μάλιστα, μου κάθεται πολύ καλά η ανθρωπιστική προσέγγιση, που λέει ότι το σύμπαν προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του και σε αυτήν την προσπάθεια δημιουργεί νοήμονα όντα, τα οποία είναι κομματάκια του. Αν αυτά τα όντα αποκτήσουν επίγνωση της ύπαρξής τους, εκείνη τη στιγμή θα έχει αποκτήσει και το σύμπαν επίγνωση για τη δική του ύπαρξη.
Δυσκολεύεσαι να γράψεις;
Όσο περνούν τα χρόνια, ναι. Και ίσως, περισσότερες φορές έχω βρεθεί σε αδιέξοδο σε ό,τι αφορά τον λόγο.

«Όσο περνούν τα χρόνια, δυσκολεύομαι να γράψω. Και ίσως, περισσότερες φορές έχω βρεθεί σε αδιέξοδο όσον αφορά τον λόγο».
Ο λόγος σου έχει στοιχεία σουρεαλιστικά, αλλά και σκηνές ωμής πραγματικότητας.
Ναι, βεβαίως. Η λύτρωση στην τέχνη έρχεται όσο πιο πολύ ο δέκτης προσφέρει τον εαυτό του σε αυτήν. Η μουσική από μόνη της, επειδή είναι πολύ αφαιρετική, βάζει μεν κάποια όρια, αλλά σου αφήνει και μεγάλα περιθώρια. Με βάση τον μουσικό δρόμο, σου δίνεται το γήπεδο για να παίξεις - για παράδειγμα, αν είναι ματζόρε, σε οδηγεί σε μια πιο χαρούμενη κατάσταση. Όταν σε αυτήν τη μουσική βάλουμε και λόγο, αν είναι απόλυτα συγκεκριμένος -κι αυτό έχει την αξία του, δεν το απορρίπτω- εκείνη τη στιγμή λες στον ακροατή, πάρε αυτό το κομμάτι. Δεν σε αφήνει να βάλεις τον εαυτό σου μέσα, αλλά είναι πολύ ευθύβολο και μπορεί να σε γραπώσει αμέσως. Όταν, όμως, ο λόγος δεν είναι συγκεκριμένος, είναι υπερρεαλιστικός, σου δίνει ένα μονοπάτι, μάλλον μια λεωφόρο θα έλεγα και σου λέει, εδώ μέσα μπορείς να τοποθετήσεις επίσης αρκετά τον εαυτό σου.
Δεν πρέπει να φανώ αντάξιος των τραγουδιών; Δηλαδή, άλλα να λένε τα τραγούδια μου κι εγώ να κάνω άλλα;
Δεν εμφανίζεσαι συχνά στα Μέσα, σχεδόν ποτέ στην τηλεόραση, κι όμως το κοινό στις συναυλίες σου ανανεώνεται ηλικιακά.
Δεν ξέρω πώς γίνεται (γελάει). Έχω, όμως, κάτι να σου πω. Παρ’ όλο που είμαι άθεος και αγνωστικιστής, πιστεύω ότι υπάρχει προδιαγεγραμμένο. Απλώς, είναι τόσοι πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν αυτό που τελικά συμβαίνει και δεν τους γνωρίζουμε. Κι όλη αυτήν την άγνοια, εμείς τη θεωρούμε ελευθερία βούλησης. Αλλά στην ουσία, όλα κατατείνουν σε αυτό που τελικά γίνεται. Ένα άλλο που σκέφτηκα, είναι ότι με αγγίζει το συλλογικό ασυνείδητο, βγάζω πράγματα από αυτό και τα προσφέρω, κυρίως μέσα από τον στίχο. Αυτό αγγίζει νομίζω τους νέους, που είναι πιο καθαροί και πιο χαλαροί.

«Τα τραγούδια από μόνα τους και η τέχνη γενικά, είναι υποστηρικτικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας»
Έχεις πάρει πολλές φορές θέση σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
Αρχικά, δεν είμαι βέβαιος αν κάνω σωστά κι, επίσης, σίγουρα αυτό έχει επιπτώσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι χρησιμοποιώ την αγάπη του κόσμου για τα τραγούδια μου, ώστε να καπελώσω μια κατάσταση. Εντέλει, όμως, τι επικρατεί μέσα μου; Τα τραγούδια από μόνα τους και η τέχνη γενικά, είναι υποστηρικτικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πολλά από τα τραγούδια, τα έχω γράψει με πολλή αγάπη και τρυφερότητα για τους ανθρώπους. Δεν πρέπει να φανώ αντάξιος των τραγουδιών; Δηλαδή, άλλα να λένε τα τραγούδια μου κι εγώ να κάνω άλλα;
Είναι, δηλαδή, κάτι σαν ανταπόδοση;
Φυσικά. Δεν γίνεται, όμως, ποτέ εσκεμμένα για να δείξουμε ότι είμαστε δημογέροντες. Υπάρχει ένα κείμενο του Ουμπέρτο Έκο, για έναν σπουδαίο πιανίστα, ο οποίος κάποια στιγμή, πριν ξεκινήσει μια συναυλία, μίλησε στο κοινό για τους βομβαρδισμούς των Αμερικάνων στο Βιετνάμ. Από κάτω τον έφτυσαν, έγινε φοβερό σούσουρο, «κάτσε παίξε» φώναζαν, τον λοιδόρησαν. Ο Ουμπέρτο Έκο έγραψε ότι πολιτική έκανε το κοινό από κάτω. Αν ο πιανίστας, έγραψε, αντί για το Βιετνάμ, είχε μιλήσει για κάποιο αεροπορικό δυστύχημα και ζητούσε από το κοινό να τηρήσει ενός λεπτού σιγή, όλοι θα σηκώνονταν όρθιοι χωρίς να μιλήσουν. Επομένως, υπάρχουν οι δικοί μας νεκροί και νεκροί που δεν είναι δικοί μας. Εντέλει, η άρχουσα τάξη θέλει τον καλλιτέχνη στη θέση του παλιού γελωτοποιού: άφηνε λίγο τον γελωτοποιό να λέει αστεία, ακόμη και ενάντια στον αυτοκράτορα, ελεγχόμενα όμως, με την επίκληση της κριτικής. Επομένως, σου λέει, σε εσένα κάνω τα στραβά μάτια, ενώ αν τολμήσει το ίδιο κάποιος φτωχομπινές, θα τον διαλύσω. Όμως, το μόνο που θέλω από ‘σένα είναι να με διασκεδάσεις. Σκάσε και παίξε.

[VICE Video] Η Δήμητρα Γαλάνη Αποκλειστικά στο VICE
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.

Ποιο πιστεύεις ότι είναι το αποτύπωμα της ελληνικής κρίσης στην τέχνη;Η τέχνη είναι σχετικά βραδύκαυστη. Συνήθως, αυτοί που φτιάχνουν τραγούδια δεν είναι χρονικογράφοι ούτε νομίζω τους ενδιαφέρει να γίνουν. Επίσης, δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που μπορεί να γεννήσει ένα τραγούδι. Μπορεί να είναι κάτι τελείως αντι-ηρωικό. Το βασικό είναι να υπάρχει αλήθεια και πάθος. Αυτό από μόνο του είναι παρέμβαση κοινωνική.
Το αποτύπωμα της κρίσης στους ανθρώπους, ποιο είναι;
Είναι πιο φοβισμένοι. Το χειρότερο συναίσθημα είναι ο φόβος και αυτό το ξέρουν πολύ καλά όσοι κινούν τα νήματα και φτάνουν τον άνθρωπο στο σημείο να συρρικνώνεται τόσο, που «να τον πατάνε τα πόδια του ίδια». Και η οργή, επίσης, είναι μεγάλο ζήτημα. Αν οδηγηθεί σε ακροδεξιές αντιλήψεις, την έχουμε βαμμένη.

«Και η οργή, επίσης, είναι μεγάλο ζήτημα. Αν οδηγηθεί σε ακροδεξιές αντιλήψεις, την έχουμε βαμμένη»
Αιφνιδιάστηκες που βγήκαν στον δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι για το Μακεδονικό;
Ο άνθρωπος, από τότε που απέκτησε συνείδηση, είναι ένα βαθιά μοναχικό όν. Επομένως, η πορεία του από τη ζωή στον θάνατο είναι μια σκληρή και βαθιά χαοτική κατάσταση. Είναι σαν να μας παρασέρνει το ποτάμι και δεν ξέρουμε πού θα εκβάλει. Ξεκινήσαμε από το άγνωστο, πλέουμε στο ποτάμι σαν τα κούτσουρα και πηγαίνουμε επίσης στο άγνωστο. Σε αυτόν τον παρασυρμό, πολλοί από εμάς θέλουμε εναγωνίως κάτι για να πιαστούμε. Από τα πρώτα που μας προφέρονται για βοήθεια είναι η αίσθηση να ανήκουμε κάπου – σε ένα έθνος, μια πατρίδα, μια θρησκεία. Η οικογένεια, οι φίλοι, όλα αυτά είναι χέρια που προσπαθούν να ξορκίσουν τους φόβους μας και να μας τραβήξουν πάνω. Προσωπικά, εγώ νιώθω μεν ένα τρομαγμένο ον του σύμπαντος, όμως δεν θέλω μια τέτοια βοήθεια. Θέλω να οδηγηθώ στο άγνωστο, χωρίς βοήθεια. Προσωπικά, αυτά δεν με αγγίζουν, δεν με «ψήνουν».
Πιστεύω ότι όσοι επαναστατούν ή είναι στις πορείες, εκείνη τη στιγμή νιώθουν μια υπερδιέγερση, κάτι αντίστοιχο με τον έρωτα.
Η λύση είναι η αγάπη ή η επανάσταση;(Σκέφτεται) Την αγάπη τη βάζω μπροστά, αλλά είναι πιο δύσκολη. Η αγάπη, όμως, για τα πάντα. Δεν αγαπώ πέντε-δέκα ανθρώπους και άλλους θέλω να τους δαγκώσω το αυτί. Δεν αγαπώ μόνο τους ανθρώπους, αλλά καταστρέφω τη φύση. Η αγάπη για τα πάντα μπορεί πραγματικά να μας λυτρώσει από αυτή τη βαθιά μοναχικότητα, που έλεγα πριν.

Ο έρωτας;
Ναι κι αυτός, αλλά είναι στιγμιαίος. Ο Έρικ Φρομ στο βιβλίο με τίτλο «Η Τέχνη της Αγάπης», λέει ότι ο άνθρωπος τη στιγμή που απέκτησε συνείδηση έκανε αυτό που λέμε στον χριστιανισμό, «δάγκωσε το μήλο της γνώσης». Ο άνθρωπος από τη στιγμή που απέκτησε συνείδηση, εξέπεσε από τον Παράδεισο. Ο Παράδεισος είναι η φύση, ο άνθρωπος αποκόπηκε από αυτή, γι’ αυτό την καταστρέφει. Τα σκυλιά μας, για παράδειγμα, ζουν στον Παράδεισο. Ο δικός μου, ο Καρντού, ζει στον Παράδεισο. Δεν νιώθει ότι είναι κάτι διαφορετικό από το υπόλοιπο φυσικό περιβάλλον.

«Τα σκυλιά μας ζουν στον Παράδεισο. Ο δικός μου, ο Καρντού, ζει στον Παράδεισο. Δεν νιώθει ότι είναι κάτι διαφορετικό από το υπόλοιπο φυσικό περιβάλλον».
Για τον έρωτα δεν μου ‘πες.
Θα σου πω. Αυτή η αποκοπή, λοιπόν, οδήγησε τον άνθρωπο στο να είναι ένα βαθιά μοναχικό ον. Η μοναχικότητα είναι αβάσταχτη. Και προσπαθεί να την ξορκίσει με πολλούς τρόπους - με τον έρωτα, με τις επαναστάσεις. Εγώ πιστεύω ότι όσοι επαναστατούν ή είναι στις πορείες, εκείνη τη στιγμή νιώθουν μια υπερδιέγερση, κάτι αντίστοιχο με τον έρωτα. Η τέχνη, η οικογένεια, οι φίλοι, η επίκληση θεών, όλα αυτά είναι στιγμιαία, λέει ο Έρικ Φρομ. Δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της μοναχικότητας διά παντός. Γι’ αυτό, η λύση είναι η αγάπη για τα πάντα. Δεν ξέρω πόσοι το έχουν πετύχει.
Μου έχουν πει αρκετοί ότι αυτά που γράφω τους σκαλίζουν τη συνείδηση.
Πολύ ουτοπικό δεν είναι αυτό;Και τι πειράζει; Ένας Αργεντίνος ποιητής είπε ότι η ουτοπία είναι όπως ο ορίζοντας. Αν προσπαθήσεις να τον βρεις, δεν θα το καταφέρεις ποτέ, γιατί πάντα θα μετατίθεται. Αλλά, στο μεταξύ θα έχεις προχωρήσει.
Να πάμε στον καινούριο δίσκο.«Με στόμα που γελά», σε ερμηνεία του Σωκράτη Μάλαμα. Τι ανάγκη καλύπτει;
Δεν ξέρω τι ανάγκη καλύπτει, δική μου και του Σωκράτη. Δεν γίνονται υπολογισμοί από πριν. Λέγαμε για πλάκα πριν ξεκινήσουμε, «άντε να κάνουμε έναν δίσκο λαϊκό». Τελικά, δεν έγινε λαϊκός, ίσως ένας σύγχρονος λαϊκός. Είναι τόσοι οι παράγοντες από τη στιγμή που ξεκινάς μέχρι τη στιγμή που καταλήγεις, ώστε οδηγείσαι εκεί που δεν το έχεις σκεφτεί. Μη νομίζεις, είναι κι ένα παιχνίδι όλο αυτό.
Ποιο είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχεις ακούσει για τραγούδι σου;
Μου έχουν πει αρκετοί ότι αυτά που γράφω τους σκαλίζουν τη συνείδηση.
Σε μια από τις λίγες συνέντευξεις σου, στον Άκη Σακισλόγλου στο ραδιόφωνο, τον ρώτησες εσύ ποιο είναι το νόημα της ζωής. Εσύ τι πιστεύεις;
Δεν υπάρχει νόημα, νομίζω. Θα στο εξηγήσω κι αυτό στην πράξη. Αν είχε νόημα για εμάς, θα είχε για όλα τα όντα. Δες τώρα μια εικόνα και πες μου αν βρίσκεις νόημα σε αυτό. Περπατάω, εδώ στο δάσος, με τον σκύλο μου. Εγώ προσέχω να μην πατήσω μυρμήγκια ή άλλα έντομα στο χώμα. Ο σκύλος είναι ανύποπτος, είναι και χοντρούλης, πατάει μυρμήγκια, σκαθάρια, τα λιώνει. Ούτε αυτός έχει πάρει είδηση τι έχει κάνει ούτε τα μυρμήγκια. Εσύ βλέπεις σε αυτό κανένα νόημα; Δεν θα έπρεπε, αν είχε νόημα για εμάς η ζωή, να είχε και για τα μυρμήγκια και για τον σκύλο;

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Τη φάγαμε χωρίς να μιλήσουμε

Αγωνιστική Παρέμβαση Χαλκιδικής

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Τη φάγαμε χωρίς να μιλήσουμε


Συνέντευξη: Μαρία Μανωλέλη


Πηγή: Athensvoice



Την περίοδο αυτή ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου βρίσκεται με τους μουσικούς του σε πρόβες και ηχογραφήσεις για τη νέα του δουλειά και για τις συναυλίες του καλοκαιριού. Σε ένα διάλειμμά του βρεθήκαμε στον Κεραμεικό και μιλήσαμε για τους στίχους του, την έμπνευση που κρύβεται στα πιο ασήμαντα πράγματα και για το μεταφυσικό που τελικά είναι «φυσικό». Σε καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου νιώθω πως δε θα μπορούσα όσο και να προσπαθούσα να κάνω μια συνέντευξη με διαδοχική ερώτηση-απάντηση, αλλά μία συζήτηση της οποίας η μαγεία εύχομαι να μπορεί να αποδοθεί με αποσπάσματα και η γλυκύτητά του να αποτυπωθεί με λέξεις.

Το μεταφυσικό δείχνει να σε έλκει πολύ και οι στίχοι σου να προσπαθούν σχεδόν πάντα να το προσεγγίσουν. Έτσι είναι; Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει μεταφυσικό, όλα είναι πραγματικότητα, απλά αυτό που θεωρούμε εμείς μεταφυσικό είναι το κομμάτι της πραγματικότητας που δεν αντιλαμβανόμαστε λόγω των περιορισμών των αισθητηρίων οργάνων μας. Για εμένα δεν θα έπρεπε να υπάρχει η λέξη μεταφυσικό. Όλα είναι φυσικά. Δεν με έλκει λοιπόν το «μεταφυσικό» αλλά το άγνωστο, το ανείπωτο, το μυστήριο, το ξεχασμένο, το αγέννητο.



Άρα πιστεύεις πως υπάρχουν και άνθρωποι με μεγαλύτερη ευαισθησία στις «κεραίες» που αντιλαμβάνονται και άλλα πράγματα πέρα από αυτά που γίνονται αντιληπτά από όλους; Βεβαίως. Ξεκινώντας από την αντίληψη, μέσω της οποίας μπορούμε –ανασυνθέτοντας τις πληροφορίες των αισθήσεων– να επεκτείνουμε κάπως το πεδίο της πραγματικότητας που αντιλαμβανόμαστε, πρέπει να δεχτούμε ότι δεν έχουμε όλοι την ίδια αντιληπτική ικανότητα. Ακόμα, στην ανθρώπινη κατάσταση υπάρχουν και άλλοι, συμπληρωματικοί μηχανισμοί για να βιώνει κανείς τη ζωή, όπως η ενόραση ή η διαίσθηση, ας πούμε. Και όπως π.χ. σε μένα δόθηκαν –γονιδιακά– τα στραβά πόδια, σε κάποιους άλλους δόθηκε μεγαλύτερη ευαισθησία στη λειτουργία των συμπληρωματικών αυτών μηχανισμών. Έχω μάλιστα παρατηρήσει κάνοντας, ατύπως, μια στατιστική δική μου, πως η ευαισθησία αυτή ίσως έχει να κάνει με την ομάδα αίματος. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι συνάνθρωποι που δηλώνουν ότι κατέχουν τις σχετικές ικανότητες, έχουν ομάδα μηδέν ρέζους αρνητικό. Πιστεύω δε ότι, πέρα από τη γονιδιακή σφραγίδα, μπορεί και με διάφορες τεχνικές ή και στάσεις ζωής, όπως η γιόγκα, ο ασκητισμός, να ανεβάσει κανείς τα επίπεδα αυτής της ευαισθησίας. Το να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι κάτι έξω από αυτό που ορίσαμε πριν ως πραγματικό, εγώ το θεωρώ δώρο στη ζωή. Ένα βασικό πράγμα που έχει να κάνει η τέχνη είναι να αναδείξει τα μυστήρια αυτά, όχι να τα εξηγήσει –αυτό ίσως μπορεί να το κάνει η επιστήμη–, να τα κάνει πιο ξεκάθαρα ώστε να γίνουν έντονο βίωμα.

Γι’ αυτό γράφεις τραγούδια που θυμίζουν παραλογές της δημοτικής παράδοσης και καταπιάνονται με το μυστήριο του θανάτου και της ζωής; Έχω μερικά που σαφώς είμαι επηρεασμένος από τη δημοτική παράδοση, αλλά κυρίως οι στίχοι που γράφω είναι σαν τα όνειρα. Είναι αποσπάσματα από πράγματα που υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Ο βασικός κορμός των τραγουδιών μου είναι τα υπερ-ρεαλιστικά που προέρχονται σχεδόν από αυτόματη γραφή, μου έρχονται διάφορες εικόνες που αρχικά ίσως και να μην ταιριάζουν μεταξύ τους και βγάζουν ένα αποτέλεσμα που μπορεί να μην το καταλαβαίνω κι εγώ ο ίδιος πολλές φορές. Όμως, τελικά, πάντα υπάρχει ένας ομφάλιος λώρος, που συνδέει τα, σε πρώτη ανάγνωση, ασύνδετα. Τώρα, όσο για την περιστροφή γύρω από το θάνατο, που πράγματι είναι μια εμμονή μου, νομίζω ότι το κάνω για να προετοιμάσω τον εαυτό μου γι’ αυτή την αδιανόητη στιγμή.



Ο περιγραφικός τρόπος που προσεγγίζεται ο θάνατος και οι αναφορές στον κάτω κόσμο μπορούν να φρικάρουν το σύγχρονο άνθρωπο που ζει σε μία μεγαλούπολη; Ναι, βέβαια. Σε αυτό φταίει η τηλεόραση βασικά, που μας έχει κάνει απαθείς και κατατονικούς παρατηρητές στον πόνο των άλλων. Έχει καταντήσει ο πόνος και ο θάνατος –των άλλων πάντα– θέαμα. Είναι κάτι που συμβαίνει αλλού. Κι έτσι, όταν έρχεται στην αυλή μας, είμαστε απροετοίμαστοι. Όσο πιο σκληροί γινόμαστε με τον πόνο των άλλων, τόσο πιο χέστηδες γινόμαστε με τον δικό μας. Στις μεγαλουπόλεις, κυρίως, ο θάνατος είναι κάτι που πρέπει να κρύβεται και ό,τι σχετικό με αυτόν έχει περάσει πακέτο στα χέρια εργολάβων κηδειών. Αυτό νομίζω συμβαίνει γιατί οι κάτοικοι των πόλεων ζουν σε ένα τεχνητό περιβάλλον, έχοντας χάσει κάθε ίχνος εξοικείωσης με την απώλεια. Ακόμα, επειδή αρκετοί δυσανασχετούν με τη ζωή τους είναι επακόλουθο να δυσανασχετούν και με το θάνατο, την άλλη πλευρά του νομίσματος. Οι άνθρωποι της υπαίθρου αυτό μπορούν να το διαχειριστούν καλύτερα γιατί βλέπουν τη φύση να πεθαίνει και να ανασταίνεται κάθε χρόνο με τις εποχές, ειδικά όσοι ασχολούνται με αγροτικές εργασίες. Υπάρχουν δε μέχρι και ωραίες ή αστείες εκφράσεις που μιλούν για το νεκρό. Στην Κοζάνη, για παράδειγμα, έχουν τη φοβερή φράση «ο τάδε, τς καμάρωσε τς μασκαρέτες» για κάποιον που πέθανε, περιγράφοντας την εικόνα του νεκρού στο φέρετρο, που είναι σαν να καμαρώνει τα αχρησιμοποίητα, καινούργια παπούτσια –τις μασκαρέτες– που του φοράνε για την κηδεία.

Και οι αστερισμοί που συχνά πάλι συναντάμε στα τραγούδια σου;Μιλώντας για το σύμπαν και τα άστρα γίνεται η ασημαντότητά μας ακόμα πιο φανερή; Ακριβώς αυτό. Έχω την εντύπωση πως οι σύγχρονοι σοφοί είναι οι αστροφυσικοί που έχουν συνεχώς μπροστά τους και αντιλαμβάνονται αυτή την ασημαντότητα. Πέραν της απεραντοσύνης του σύμπαντος, όμως, με θέλγει και το άγνωστο. Οι υπαρξιακές μου αγωνίες περιδινούνται μαζί με τα νέφη. Θα ήθελα όσο τίποτε άλλο να μάθω την αρχή των πραγμάτων.



Οι σημαντικοί-ασήμαντοι ήρωες όμως έχουν επίσης μεγάλη θέση στα τραγούδια σου. Από ένα κομμωτριάκι μέχρι τον Φορτίνο Σαμάνο λίγο πριν εκτελεστεί ή ο φωτογράφος των Τρικάλων και ο ληστής Γκαντάρας που έχουν απασχολήσει το στίχο σου. Εστιάζεις σε ένα περιστατικό ή και σε ασήμαντες λεπτομέρειες και βρίσκεις την ουσία ή γοητεύεσαι από κάτι που το μέσο μάτι συνήθως προσπερνάει; Στο να κάνεις τέχνη ένα βασικό πράγμα είναι η παρατηρητικότητα και ειδικά όταν παρατηρείς και αναδεικνύεις το ασήμαντο. Αυτό από μόνο του είναι στα όρια της τέχνης. Δεν είναι μόνο οι μεγάλες στιγμές και έννοιες που μπορούν να γίνουν τέχνη. Έχω γράψει για το μολύβι που έχουν οι μαραγκοί στο αυτί ή για τα ακούραστα τραπέζια. Για το τελευταίο τσιγάρο του Φορτίνο Σαμάνο και για το βλέμμα που έχει ένα κομμωτριάκι που ενώ δουλεύει το μυαλό της έχει ταξιδέψει έξω από το κομμωτήριο και την πελάτισσα που εξυπηρετεί.

Ο τρόπος που θα βγει το νέο σου CD, από δική σου παραγωγή χωρίς ξένη εταιρεία, είναι μια μέθοδος αυτό-οργάνωσης; Μπορώ να πω ότι οδηγήθηκα σε αυτό τον τρόπο. Δεν σηκώθηκα ένα πρωί, για να είμαι ειλικρινής, λέγοντας: «Τέρμα οι μεσάζοντες και παίρνω τα πράγματα στα χέρια μου». Επειδή οι παραγωγές μου ήταν ακριβές, δεν είχα την οικονομική δυνατότητα εκδώσω τους δίσκους μόνος μου. Οδηγήθηκα εκεί όταν η εταιρεία στην οποία ήμουν έκλεισε και οι δίσκοι μου δεν κυκλοφορούσαν πια. Αποφάσισα να πάρω το ζήτημα στα χέρια μου και κάνω προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα. Έχω ήδη ένα μικρό στούντιο και ετοιμάζω ένα μεγαλύτερο. Επίσης ετοιμάζω ιστοσελίδα απ’ όπου θα διαθέτω τους δίσκους αλλά και εισιτήρια των συναυλιών μου. Βέβαια, με τη μεγάλη κρίση που διέρχεται η δισκογραφία, θα αναγκαστώ να καταφύγω σε, κάποιου είδους, αυτολογοκρισία, όχι στο τι θα πω αλλά στο ζήτημα της παραγωγής. Αν, για παράδειγμα, ήθελα μια ορχήστρα εγχόρδων και πνευστών θα το ξανασκεφτώ.



Το κοινό σου συμπεριλαμβάνει αυτούς που σε άκουγαν από το ξεκίνημά σου, αλλά έχει απολύτως ενσωματωθεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι νεολαίας οι οποίοι σε ακούν και σε παρακολουθούν πιστά και συνειδητά. Το φαινόμενο του καλλιτέχνη που μεγαλώνει και μαζί του μεγαλώνει ηλικιακά και το κοινό του είναι κάτι που δεν ισχύει για σένα. «…κι οι νέοι άλλο πράγμα και όποιος τους θέλει αντάμα, πληρώνει ακριβά…» λέει ένας στίχος του Σαββόπουλου. Πώς το έχεις καταφέρει αυτό; Δεν κάνω απολύτως τίποτα με σκοπό να γίνει αυτό. Είμαι ο εαυτός μου και κάνω αυτό που κάνω με όσο περισσότερη αγνότητα μπορώ. Ένα στοιχείο είναι ότι κάποιοι νέοι είχαν τα ακούσματα από το σπίτι τους εν υπνώσει και κάποια στιγμή ο σπόρος φύτρωσε. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι κάποια νέα παιδιά έχουν την ευαισθησία και την καλλιέργεια να καταλαβαίνουν ποιος είναι δήθεν και ποιος όχι. Μπορεί όμως να είναι και κάπως σαν μόδα, στα πανεπιστήμια για παράδειγμα. Έχω μάθει για παιδιά που άκουγαν εντελώς διαφορετική μουσική και όταν μπήκαν στο πανεπιστήμιο με τις νέες παρέες που έκαναν γνώρισαν και άλλα είδη μουσικής και μαζί και τα δικά μου τραγούδια. Δεν είναι κακό αυτό, ίσα-ίσα, αρκεί να είναι βιωματική επιλογή και όχι προσπάθεια για να τους αποδεχτεί η παρέα.

Να φύγουμε λίγο από τη μουσική και να σε ρωτήσω τη γνώμη σου για το αν η άνοδος του φασισμού και τα ποσοστά που είδαμε στις τελευταίες εκλογές οφείλονται στο ότι ζουν ανάμεσά μας πολλοί φασίστες ή στο ότι πολλοί ανεύθυνοι θα στήριζαν οτιδήποτε με επιφανειακά και επιπόλαια κριτήρια χωρίς γνώση και μνήμη; Και τα δύο ισχύουν κατά τη γνώμη μου. Θυμάμαι να υπάρχει ένα υπόγειο ποτάμι ακροδεξιάς στην Ελλάδα από πάντα. Το ποτάμι με τους φιλοχουντικούς, τους βασιλικούς, που τα χρόνια μετά τη χούντα είχαν ενσωματωθεί κυρίως στο κόμμα που, κατ’ ευφημισμό, αυτοαποκαλείται «Νέα Δημοκρατία». Αυτοί υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν, απλά τώρα δεν ντρέπονται να δείξουν την υποτυπώδη ιδεολογία τους. Μου κάνει αλγεινή εντύπωση να βλέπω νέα παιδιά, που, επειδή οι οικογένειες τους ήταν συντηρητικές, συνεχίζουν να ανήκουν εκεί και αυτοί λόγω παράδοσης, έτσι τυφλά, χωρίς να ανοίξουν τα δικά τους φτερά της σκέψης. Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο σκέλος, των ανίδεων, που δεν αντιλαμβάνονται τι θα πει ναζισμός. Θα το καταλάβουν μόνο όταν έρθει ή ώρα, που εύχομαι να μην έρθει. Ο εύκολος δρόμος δεν είναι κάποιος να σκεφτεί σε βάθος και να ψαχτεί, αλλά να καλυφθεί πίσω από τον τσαμπουκά και τη δύναμη του όχλου. Θεωρώ ότι κάποιοι από αυτούς τους νέους, έστω λίγοι, μπορεί να αντιληφθούν την προπαγάνδα που πέφτει και να καταλάβουν. Οι ηλικιωμένοι, τώρα, που έζησαν κατοχή και στηρίζουν το ναζισμό, είναι κάτι που δεν μπορώ να το χωνέψω. Στο φόβο μάλλον βρίσκεται η εξήγηση.



Αυτή την περίοδο ηχογραφείς τη νέα σου δουλειά. Είναι πειραματισμός; Είναι κάτι κοντά στα παλιά που ξέρουμε και αγαπάμε; Το νέο στοιχείο σε αυτή τη δουλειά είναι η χρήση του πιάνου και γενικότερα των πλήκτρων, κάτι που αραιά και πού συναντάμε στους προηγούμενους δίσκους. Δεν μπορώ να είμαι πιο διαφωτιστικός γιατί, σ’ αυτή τη φάση είμαι λίγο σαν το χειρουργό που βλέπει το ανθρώπινο σώμα ουδέτερα. Τώρα βλέπω τα κομμάτια μου κάπως τεχνικά και όχι τόσο την ουσία της μουσικής. Ως προς τους στίχους, που είναι τα πράγματα πιο ξεκάθαρα, μπορώ να πω ότι είμαι σε καλό επίπεδο. Ως προς το υπόλοιπο θα δείξει… Δεν είναι λαϊκότροπος δίσκος, πάντως.

Για τις δυσκολίες που ζούμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα τι λες; Πώς βιώνεις και πώς εξηγείς αυτή την κατάσταση; Αυτό που με έχει στεναχωρήσει πάρα πολύ είναι ότι οι αγώνες που γίνονταν επί χρόνια και χρόνια, κατακτήσεις στον εργασιακό τομέα για τις οποίες έχουν πέσει κορμιά, χάθηκαν μέσα σε μια διετία και μάλιστα χωρίς να ανοίξει μύτη. Αυτό για μένα είναι πολύ θλιβερό και έχω την εντύπωση πως έχουμε γίνει μαλθακοί και ζαρώσαμε από το φόβο και την ιδιώτευση. Ο φόβος και η τεμπελιά είναι το χειρότερο δίδυμο. Τη φάγαμε χωρίς να μιλήσουμε. Υπάρχουν μορφές αντίστασης ακόμα, αλλά όχι με την ένταση παλαιότερων εποχών. Το έχω γράψει και στις «Μαγγανείες»: «Κάτω από φύλλα κίτρινα κοιμούνται καπετάνιοι/ Κι αυτό που χτες περίσσευε, αύριο δεν θα φτάνει».

Η συνέντευξη-συζήτηση δεν τελείωσε εδώ. Εδώ τελείωσε το κομμάτι που μπορώ να μοιραστώ και να δημοσιευτεί. Μιλώντας με ένα δημιουργό που πιθανά μέσα από τη δουλειά του σε έχει καθορίσει ως άνθρωπο σε ηλικίες πιο τρυφερές και ακατέργαστες, μπορείς μόνο να αφουγκραστείς την πηγή της μουσικής και των στίχων που εκπροσωπούν ένα κοινό που τον αγαπάει για όλα αυτά που πρεσβεύει πέραν της μουσικής. Ο ίδιος βέβαια πάνω σε αυτό το μόνο που είπε είναι: «Δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδιά, εγώ τραγουδάκια γράφω…».

Info: Θα τον ακούσουμε στο θέατρο Βράχων στις 18 Ιουνίου.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου:Ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία.

Αγωνιστική Παρέμβαση Χαλκιδικής

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία.

May 22014 · in News · by develiki

Συνέντευξη : Μαριάνθη Πελεβάνη – Συνεντεύξεις – 29/04/2014






Ιστορίες παλιακές, εικόνες υπερρεαλιστικές, λόγος εσωτερικός κι αρχέγονος, έντονη πνευματικότητα και τοποθέτηση αντιεξουσιαστική. Μελωδίες χειροποίητες που αγαπούν την παράδοση, τη ροκ αλλά και τη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική. Και τζαζ και χιτζάζ. Έτσι περιγράφω με λίγα λόγια τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Τον σημαντικότερο – κατά τη γνώμη μου – έλληνα τραγουδοποιό και δημιουργό την τελευταία εικοσαετία. Δεν ξέρω αν η άποψή μου είναι αντικειμενική, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν πίστεψα στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία, στην αντικειμενική ιστορία, στην ακομμάτιστη πολιτικοποίηση και λοιπές, δήθεν, αδέσμευτες και ανεπηρέαστες τοποθετήσεις. Σπουδαία τέχνη της μουσικής, όπως λέει ο Θανάσης, «σημαίνει να ακούσω κάτι και μετά να μη φοβάμαι τίποτα, να μπορώ να χορέψω το χορό του Ζαλόγγου». Κι αυτό μού συμβαίνει με τα τραγούδια του.

Θανάση, τι κάνεις τώρα καλλιτεχνικά;

Ηχογραφώ τα τραγούδια ενός νέου δίσκου.

Πριν σε ρωτήσω γι’ αυτά, αναρωτιέμαι τι γίνεται με τη διάθεση του έργου σου, μετά το κλείσιμο της δισκογραφικής εταιρείας με την οποία συνεργαζόσουν;

Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Ευτυχώς, έχω κάνει μια συμφωνία για να κυκλοφορήσω τους δίσκους μόνος μου και θα γίνει αυτό, αφού πρώτα βγει η καινούργια δουλειά.

Στα νέα τραγούδια σου σε έχει επηρεάσει, σε έχει εμπνεύσει η κοινωνικοπολιτική κατάσταση;

Έχω πει ότι, το τι θα σταθεί αφορμή για την έμπνευση, είναι για μένα τελείως χαοτικό και απροσδόκητο. Εσωτερικά και εξωτερικά τοπία, παρατηρήσεις, βιώματα και ενοράσεις , ενταφιάζονται στη μνήμη και κάποια από αυτά, σαν Λάζαροι, ανασταίνονται εν καιρώ και ζητάνε δικαίωση. Γενικά δεν είμαι χρονικογράφος, δεν μου είναι εύκολο να περιγράφω το τώρα. Εξάλλου, πιστεύω ότι ο εμπνευσμένος δημιουργός, συνήθως προηγείται της εποχής του. Είναι παπαγάλος που επαναλαμβάνει συνεχώς αυτό που δεν έχει ειπωθεί ακόμα.

Στον καινούργιο δίσκο, τα περισσότερα λόγια έχουν ξεπηδήσει-όπως γίνεται συχνά με μένα-μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του υπερρεαλισμού. Ένα μόνο τραγούδι στην ουσία άπτεται άμεσα της κατάστασης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Ονομάζεται «Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ», και σε όσους δεν λένε τίποτα αυτά τα ονόματα, ας ανατρέξουν στο διαδίκτυο.

Για να μη σε κακοκαρδίσω πάντως, επειδή βλέπω στην ερώτησή σου μια προσδοκία-που την έχει πολύς κόσμος- να εκφραστεί μέσω της τέχνης το σκληρό σήμερα, θα σου παραθέσω ευθύς αμέσως ένα μέρος από ένα τραγούδι που δεν ταίριαζε να μπει στο νέο δίσκο. Έτσι, θα μείνει γεροντοπαλίκαρο, περιφερόμενο από συναυλία σε συναυλία. Τα λόγια είναι «πεζά», μα, που και που, μ’ αρέσει η πεζοπορία:

«Εδώ και χρόνια ρε παιδιά χαίρομαι πραγματικά που είμαστε ευρωπαίοι. / Η σχέση είναι διαρκής, το εύρος βάλαμε εμείς κι αυτοί βάλαν τα πέη. / Σαν κουτάβια νηστικά την κατάπιαμε εύκολα τη φόλα της φενάκης. / Τ’ άντερό μας λίγδωσε, χέσαμε και φύτρωσε ο Μαντέλης και ο Άκης. Φτάνει πια!

Φαύλοι στρατιωτικοί, γραμματείς και υπουργοί κι εμπόροι του θανάτου / ταχυδακτυλουργικά μεταφέραν τα λεφτά στη χώρα του αοράτου. / Τάχα μου η απειλή, μη μας πάρουν δηλαδή την υφαλοκρηπίδα/τα στουπώνανε παντού. ψάχτε τους, καλού –κακού, και στην κωλοτρυπίδα. Φτάνει πια!

Κι η ρουφιάνα η τηλεό έχει βγάλει στον αφρό, ανόητους και γλύφτες. / Τους αρέσει ο Πάριουμ, μπαίνουν σε σολάριουμ και βγαίνουν τηγανίτες. / Κι αν δεν καταγγείλλεις ρε, τη βία απ’ όπου κι αν προέ, σε βγάζουν τρομοκράτη. / Και γελάνε τα βουνά, που ‘ζησαν την κλεφτουριά και τον Καραϊσκάκη. Φτάνει πια!»

Τι σκέφτεσαι και πως αισθάνεσαι για ό,τι βλέπεις να συμβαίνει στον κόσμο;

Νοιώθω αποστροφή για όλους αυτούς τους μισάνθρωπους ,που όχι μόνο δεν δίνουν δεκάρα για το λαό αλλά τον οδηγούν, εξαπατώντας τον με τη βοήθεια των καθεστωτικών μαζικών μέσων αποβλάκωσης, στην καταστροφή. Και αγωνιώ για το αν θα το καταλάβει ποτέ αυτός ο λαός. Οι σύγχρονοι Φρανκεστάϊν ( τα άπληστα χρηματοπιστωτικά κουνάβια) έχουν φτιάξει, ειδικά για την Ελλάδα, ένα τέρας –σκιάχτρο με το ελαφρώς περίπλοκο όνομα «Σαμαροβενιζελοχρυσαβγοδενδιοκεδίκογλου». Του πρέπει μια κλωτσιά στον πισινό.

Η νοσταλγία, με διάφορους τρόπους, είναι ιερή στα τραγούδια σου, σαν μυστήριο ή τελετή. Είναι αναμφισβήτητα Αγία. Τι νομίζεις πως νοσταλγούμε; Μόνο αυτά που ζήσαμε ή είναι κάτι πέρα από αυτό; Πού, άραγε, θέλουμε να επιστρέφουμε;

Η νοσταλγία είναι αφόρητη κατάσταση. Είναι ο απόηχος γεγονότων που δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε ή που δεν πρόκειται να ζήσουμε. Είναι μια κλίμακα καταβύθισης στη λαχτάρα. Πολλά σκαλοπάτια και κάποια πλατύσκαλα. Ένα από αυτά, το πιο άβολο, η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας. Οι περισσότεροι σταματάνε εκεί. Κάποιοι συνεχίζουν και πιο κάτω. Τους κατατρέχει η νοσταλγία της αρχής.

Φιλάς την εικόνα της Αγίας Νοσταλγίας, «απειλείς» με τη χλόη που σκεπάζει ερειπιώνες, αναρωτιέσαι ποιος θα σε θυμάται και ζητάς ανάξιος αν είσαι, να σου δοθούν της λήθης τα ελέη. Μνήμη και λήθη. Σύγκρουση ή αλληλοσυμπλήρωση;

Σύγκρουση. Ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία.

Ένας δημιουργός αναμετριέται κυρίως με τον χρόνο, με τον θάνατο ή με τη λήθη;

Και με τα τρία, μια και είναι οι τρείς(;) όψεις του ίδιου νομίσματος .

Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος, η Αλεξάντρα σαλαμάντρα, ο βαρκάρης του Αχέροντα, ο γεροπλάτανος στην κοιλάδα των Τεμπών, τα μολύβια των μαραγκών, τα μέτωπα των αγροτών, το νερό στη Βάλια Κάλντα, η Ανδρομέδα, ο μάντης Τειρεσίας, ο Διάφανος, ο Σαμάνος, το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν. Πως γίνεται ενώ δεν λαμβάνεις υπόψη την αστική πραγματικότητα να συγκινείς τόσο τα παιδιά της πόλης; Πως εξεγείρονται με τα τραγούδια ενός παλαιάς κοπής δημιουργού, πως βάζουν τον εαυτό τους μέσα σε τραγούδια που έρχονται από αλλού κι όχι από εδώ; Εσύ που τους παρατηρείς τι νομίζεις;

Νομίζω ότι αυτά συμβαίνουν επειδή σκαλίζω στα όρια υποσυνείδητου και συνείδησης, όπου δεν μετράει ο τόπος και ο χρόνος.

Αποσπερίτης, Άστρο του Πρωινού, Ήμερος Ύπνος, Αγρύπνια, Στις Χαραυγιές ξεχνιέμαι, Όταν χαράζει. Προτιμάς τη μέρα ή τη νύχτα, ποιο παιδεύει πιο πολύ;

Και τα δύο βοηθάνε στην παρατήρηση. Το φως στην παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου και το σκοτάδι στην παρατήρηση του εσωτερικού.

Τι κάνει τον άνθρωπο μικρό που τον πατάν στ” αλήθεια τα πόδια του τα ίδια;

Νομίζω πολλά. Ο φόβος, η ιδιοτέλεια… Πρόσθεσε και συ.

Η προκατάληψη, η αλαζονεία, η στενομυαλιά, η στενοκαρδία…

Συμφωνώ.

Κι αν σαν σε όνειρο άνοιγες της κερκόπορτας το σύρτη τι θα θελες, τώρα, να δουν τα μάτια σου;

Πως άρχισαν τα πράγματα.

Αυτό είναι το σαράκι που σε τρώει;

Αυτό. Πως άρχισαν τα πράγματα.

Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θες να κάνεις, που ονειρεύεσαι καλλιτεχνικά;

Όχι Μαριάνθη. Όσα πάνε κι όσα έρθουν.

Για πού πάει η βάρκα μας η κουρελού; Έχεις ιδέα;

Εύχομαι να μάθω μέχρι να πεθάνω.

πηγή:http://www.toperiodiko.gr

Θ.Παπακωνσταντίνου " Ο καθένας μας νομίζει ότι είναι ανεξάρτητος τελείως από τον άλλο.."

Αγωνιστική Παρέμβαση Χαλκιδικής


Θ.Παπακωνσταντίνου : Ο καθένας μας νομίζει ότι είναι ανεξάρτητος τελείως από τον άλλο..






Συνέντευξη Θανάση Παπακωνσταντίνου  Μεγάλη Πέμπτη  2/5/2013

















Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στον Τύρναβο του νομού Λαρίσης. Πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τη στρατιωτική του θητεία στην Κοζάνη και αμέσως μετά βρέθηκε στη Λάρισα να βιοπορίζεται από το επάγγελμα του μηχανολόγου. Αργότερα όμως διάλεξε έναν καινούργιο τόπο, κοντινό στη γενέτειρά του αλλά «ξένο» κατά κάποιο τρόπο, για να ζήσει (πιθανόν) την υπόλοιπη ζωή του. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λάρισα, στους πρόποδες του Κισσάβου βρίσκεται το Μεταξοχώρι. Ένα μικρό χωριό με παλιά αρχοντικά, πυκνή βλάστηση και ενδιαφέρουσα ιστορία. Ενδιαφέρον όμως κρύβουν και οι κάτοικοι του τόπου – κι ας μην το ξέρουν ούτε οι ίδιοι. Δεν πρόκειται άλλωστε για ειδικό κράμα ανθρώπων. Απλώς επιμένουν να θυμούνται –και να κάνουν πράξη- κάτι ξεχασμένες λέξεις όπως η αλληλεγγύη, και η φιλοξενία.



Σε αυτό το πνεύμα πραγματοποιήθηκε την περασμένη Άνοιξη μια σειρά συναυλιών του στο Μεταξοχώρι με αυτουργό τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Οι συντοπίτες του κι όσοι έσπευσαν από άλλα μέρη της Ελλάδας για να στηρίξουν την πρωτοβουλία οικονομικής στήριξης κατοίκων της περιοχής βρέθηκαν για τρεις βραδιές συμμέτοχοι σε ένα πανηγύρι. Μια γιορτή σε τρεις πράξεις, με διαφορετική αίσθηση και ευχάριστες μουσικές εκπλήξεις σε κάθε μια από αυτές. Και σαν πανηγύρι είχε την κορύφωση που του άξιζε: στο τέλος της τρίτης βραδιάς, περασμένα μεσάνυχτα πια, μουσικοί και ακροατές βγήκαν (θαρρείς ‘’αλλοπαρμένοι’’ όπως τραγουδά ο Θανάσης στην ‘’Ομίχλη’’) έξω από το συναυλιακό χώρο, χορεύοντας και τραγουδώντας στους δρόμους του χωριού. Ετσι εκτός από κίνηση αλληλοβοήθειας και πρόταση αυτοοργάνωσης, οι συναυλίες εξελίχθηκαν σε με ντε φάκτο ανατροπή της τάξης (του χωριού) και της κανονικότητας (των συναυλιών).
Στον απόηχο αυτών των συναυλιών, καταμεσίς της Μεγάλης Εβδομάδας, η πιο δραστήρια παρέα του χωριού είπε να πάρει μια συνέντευξη από τον πρωταίτιο αυτού του απριλιανού «πραξικοπήματος». Το ραντεβού ορίστηκε μεσημέρι Μεγάλης Πέμπτης στο αρχοντικό Σουλιώτη που βλέπει αμφιθεατρικά τη Ρέτσιανη, (έτσι ξέρουν το Μεταξοχώρι οι παλιότεροι). Όμως η τρίωρη οινοποσία δεν έμεινε ούτε μια στιγμή πιστή στις συμβάσεις μιας «κανονικής» συνέντευξης. Τα τρανταχτά γέλια σκέπασαν τα λόγια κι οι κάθε είδους παρεκβάσεις και παρεμβολές άφησαν μετέωρα τα ερωτήματα κι ανολοκλήρωτες τις απαντήσεις. Το διονυσιακό στοιχείο επικράτησε θριαμβευτικά του ορθολογισμού χαρίζοντας μια ζηλευτή ιλαρότητα στην τρίωρη κουβέντα. Ο Θανάσης ομολόγησε στο τέλος ότι ήταν η πιο όμορφη συνέντευξή του. Οσοι δεν ήμασταν εκεί θα αρκεστούμε στην ανάγνωση του άοσμου, απομαγνητοφωνημένου λόγου, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι κι οι πιο όμορφες καρτ-ποστάλ δεν θα καταφέρουν ποτέ να ζωντανέψουν μυρωδιές και ήχους από άγνωστα τοπία.
Στη συζήτηση, οι απαντήσεις του Θανάση εμφανίζονται για πρακτικούς λόγους με πιο έντονα γράμματα ενώ σκέψεις, απορίες, ερωτήματα και παραγγελίες (μεζέδων και ποτού) θέτουν εκτός από τον Αχιλλέα Αρχοντή, η Θάλεια, η Στέισυ, ο Περικλής, ο Αντώνης, ο Σταμάτης, η Αλεξάνδρα κι ο Βασίλης. Σιωπηλός ακούει στο μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης ο  Κωσταντής Παπακωνσταντίνου.

-  Όσο εκτίθεται αυτός που απαντάει, τόσο εκτίθεται αυτός που ρωτάει.
- Είμαστε εδώ, με αφορμή και τα τσίπουρα, παρέα Αγιώτες και Ρετσανιώτες, παιδιά που ενδιαφέρονται να έχουν μια κουβέντα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον οποίο...
- Χέστηκε η φοράδα στο αλώνι...
-  …τον οποίο ήδη έχουμε ποτίσει με διάφορες ουσίες και οινοπνεύματα, τον ταΐσαμε και ένα πλαστό, τον δωροδοκήσαμε πολύ πλούσια. Λέμε λοιπόν ν’αρχίσουμε μια ωραία κουβέντα κι όπου φτάσει. Κι αν βριστούμε στο τέλος, ας βριστούμε...
- Εεε, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση...
- Άι, μη σε φτύσω...
- Άι φύγε μη σε φτύσω. Το ξέρετε αυτό;
- Για πες μας τι είναι το ``άι φύγε μη σε φτύσω``;
- Κοζανίτικο είναι, αλλά ισχύει γενικά... Πήγε κάποιος στην Κοζάνη και χάθηκε, ήθελε να πάει στην Καστοριά, σταματάει έναν Κοζανίτη, του λέει: μήπως ξέρετε να μου πείτε πώς μπορώ να πάω προς Καστοριά; Βεβαίως, απαντάει, θα στρίψεις από εδώ, θα βρεθείς στο 1ο Σώμα Στρατού, μετά θα πάρεις λίγο αριστερά το δρόμο που έχει και θα πας. Ευχαριστώ πάρα πολύ, λέει ο πρώτος. Φέγα ρα μη σι φτύσου! , του απαντά ο Κοζανίτης. Δηλαδή δεν κάνει τίποτα.
(γέλια)
- Άι φύγε μη σε φτύσω...
- Άι φύγε μη σε φτύσω, σημαίνει, τι είναι αυτά που μας λές, τι έκανα; Τίποτα.
- Αν δεν το ξέρεις αυτό, μπορεί να τον πλακώσεις στο ξύλο...
- Ο ίδιος προηγουμένως παιδιά, είχε πάει σε ένα μπουγατσάδικο, είχε πεινάσει ο άνθρωπος, ας πούμε ότι ήταν Αθηναίος. Μπαίνει μέσα να πάρει καμμιά μπουγάτσα. Μπροστά του ήταν ένας Κοζανίτης πελάτης και λέει στον ιδιοκτήτη: ``Κώτσο, βάλε μια μι τυρί, ρε!``. Παίρνει, τη φέρνει και λέει και ο Αθηναίος: ``Σας παρακαλώ και εγώ δύο μυτερές``...
(γέλια)
- Λοιπόν, θα πω και ένα τελευταίο. Κάθεται σε ένα παγκάκι ένας παππούς και έρχεται και μία κοπελίτσα δίπλα του, φαινόταν ότι ήταν φοιτήτρια ας πούμε. Είχε ένα τεράστιο ρολόι στο χέρι από αυτά τα ψηφιακά, , που έδειχνε λεπτα, δευτερόλεπτα κτλ.  
Λέει ο παππούς: ``Μαρί, τι ώρα εχς;``
Κοιτάει αυτή και του λέει: ``9 και 13 και 5...``
‘’ Σιγά Μαρί, πύραυλο θα σκώσουμε;’’
(γέλια)
- Θανάση πες και το άλλο με το βοσκό...
- Άλλα δύο. Θα το πω κι αυτό τελευταίο.
- Θανάση, Φέγα ρα μη σι φτύσου!
(γέλια)
- Είναι ένας τύπος, μικροπωλητής, γνωστός, Τζήκας λέγεται, στην Κοζάνη. Πωλούσε ζώνες για τα παντελόνια και γραβάτες. Είχε στον ώμο από την μια μεριά ζώνες, από την άλλη γραβάτες. Έμπαινε στα μαγαζιά, ας πούμε και τα πωλούσε. Χειμώνας καιρός τώρα στην Κοζάνη, ψωφόκρυο. Μπαίνει σε μια ταβέρνα και αφήνει την πόρτα ανοικτή. Στα παπάρια του.  Αρχίζει να πάει από τραπέζι σε τραπέζι. Άρχισαν να κρυώνουν μέσα.  Λέει, φωνάζει κάποιος: ``Έιιιι, Τζήκα, κλείσε την πόρτα, ρε. Κάνει κρύο όξω.``.
Ο Τζήκας τίποτα. Τους έγραφε κανονικά. Πάει στην δεύτερη παρέα, ξέρω γω. Καμμιά ζώνη τίποτα; ``Τζήκα, κλείσε την πόρτα, ρε, κάνει κρύο όξω.`` Τίποτα αυτός.
Παίρνει ανάποδες και ο μαγαζάτωρας. Λέει: ``Τζήκα, κλείσε ρε παιδί μου την πόρτα. Κάνει κρύο όξω.`` Οπότε πάει ο Τζήκας, δίνει μια κλωτσιά την πόρτα, την κλείνει και λέει: ``Δηλαδή, τώρα δεν κάνει κρύο όξω;``
(γέλια)
- Και το τελευταίο, το οποίο δεν είναι Κοζανίτικο, αλλά το είπε Κοζανίτης, ο Κιουρτσόγλου, ο μπασίστας. Είναι ένας τύπος στην παραλία, παλιά στον Αγιόκαμπο, πριν από πολλά χρόνια, όταν ακόμα φορούσαν φουστανέλες. Φορούσε φουστανέλα, τέλοσπαντων, είχε και τη γκλίτσα στους ώμους, παραλία, είχε και μια μουστάκα μεγάλη, έστριβε τα μουστάκια του και κοιτούσε τα πρόβατα. Είναι δυο ξένες που κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Η μία, λοιπόν, τον γουστάρει πάρα πολύ, λέει θεριακλής. Κάποια στιγμή, αυτήν, για να τον προσελκύσει, βγάζει το πάνω μέρος από το μαγιώ. Αυτός τίποτα, την μουστάκα του, αγέρωχος. Αυτή λυσσάει ακόμα περισσότερο. Βγάζει και το κάτω. Μένει τελείως γυμνή. Αυτός τίποτα. Αυτή έχει λυσσάξει τελείως. Πάει, τον αρπάζει και του λέει: ``fuck me, fuck me, fuck me now...``.
Την κοιτάει αυτός και λέει: `` Κάτσε καλά, μη σε γαμήσω``
(γέλια)
- Αααα, υπάρχει κι ένα φοβερό. Προσέξτε τώρα. Προσέξτε το πιο φοβερό απ’όλα. Αυτοί, οι Κοζανίτες, έχουν φοβερό αυτοσαρκασμό. Έχουν μια φοβερή φράση για το θάνατο, όταν πεθαίνει ο άλλος. Λένε: ``Ποιος ρε ο Μήτσος; Τις καμάρωσε τις μασκαρέτες``, δηλαδή μασκαρέτες λένε τα παπούτσια τα καινούρια που βάζουν, τα γυαλισμένα στους νεκρούς και επειδή είναι έτσι απέναντι, είναι σαν να τα καμαρώνουν.
``Ο Μητσος; Τις καμάρωσε τις μασκαρέτες.``
Και μια φορά είχαν  ένα φίλο κάποιοι, ο οποίος είχε πρόβλημα υγείας.
Κάθεται ένας στο καφενείο και βλέπει να περνάει πομπή από έξω και βλέπει γνωστούς. Βγαίνει έξω, ρωτάει: ``Τι έγινε, τις καμάρωσε τις μασκαρέτες ο Μήτσος;`΄. ``Όχι``, του λέει ο άλλος, ``πρόβα τον φτιάνουμε``.
- Έπιασες τώρα ένα θέμα, θάνατος και αυτοσαρκασμός.
- Ας πιάσουμε πρώτα τον αυτοσαρκασμό. Να σου πω γιατί έχω κάτι ωραίο για αυτό. Εγώ αυτοσαρκάζομαι γενικά και ήμουνα, ξέρεις, ευχαριστημένος για αυτό. Ώσπου κάποια στιγμή μου μπήκε μια σκέψη σκουλίκι. Γιατί οι σκέψεις πολλές φορές είναι σκουλίκια. Που λέει το εξής η σκέψη αυτή. Ότι, μεγάλε, αυτοσαρκασμός είναι το άκρον άωτον του εγωισμού, γιατί πληγώνεσαι πριν να σε πληγώσει ο άλλος. Είναι σαν ένα ανέκδοτο, το ξέρετε για την πιρόγα; Εγώ πιρόγα δεν γίνομαι...
- Δηλαδή θεωρείς τον αυτοσαρκασμό μια άμυνα για το θάνατο;
- Και για τον θάνατο...
- Και για τα υπόλοιπα γενικότερα.
- Διάβασα πρόσφατα, ένα εξαιρετικό, ότι το γέλιο είναι προκαταβολή του θανάτου.
- Όχι τρομάζει, λέει ο χάρος με το γέλιο, τρομάζει και φεύγει με το γέλιο.
- Με τίποτα, γιατί, πρόσεξε να δεις. Πώς το σκέφτηκα εγώ. Πως εξηγώ αυτή τη  φράση, ότι το γέλιο είναι προκαταβολή του θανάτου. Δύσκολη περίπτωση και διφορούμενη. Τι να σημαίνει… Προσπαθησα να το εξηγήσω, τίποτα. Γιατί αυτό το βιβλιαράκι που διαβάζω, το διαβάζω λίγο πριν κοιμηθώ και αναφέρεται στο θάνατο.
- Θα κοιμηθείς βαθειά...
(γέλια)
- Μα και ο ύπνος είναι το ξαδέρφι του θανάτου, τί είναι... προκαταβολή του θανάτου. Γιατί το γέλιο είναι ένα από τα δύο χαρακτηριστικά που έχει ο άνθρωπος που τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τα όντα. Το γέλιο και η γνώση του θανάτου. Αυτό είναι.
- Γράφεις τραγούδι γι' αυτό;
- Γράφω, κάτι γράφω. Δεν ξέρω για το συγκεκριμένο, αλλά… Γι'αυτό λοιπόν, αυτός που έχει μολυνθεί με τη γνώση του θανάτου, έχει μολυνθεί και με το γέλιο. Δηλαδή αυτά πάνε μαζί.
-  Είναι κακό το γέλιο δηλαδή;
- Όχι, ίσα-ίσα. Πάνε μαζί. Να σου το εξηγήσω αλλιώς. Μιλάμε όμως για το γέλιο που έρχεται αβίαστα, το κανονικό γέλιο, όχι το ψεύτικο και το «έστω». Αυτό το γέλιο που σε τραντάζει. Αυτό που είναι ανεξέλεγκτο. Αυτό λοιπόν το γέλιο που είναι ανεξέλεγκτο, μοιάζει λίγο με την αίσθηση του θανάτου, που επίσης σε τραντάζει και είναι ανεξέλεγκτη.
- Θυμάμαι στο ``Όνομα του Ρόδου`` είχε δολοφονήσει ένα καλόγερος έναν άλλο καλόγερο γιατί ανακάλυψε κάπου ένα έργο, το οποίο εξυμνούσε το γέλιο. Η Χριστιανική θρησκεία το γέλιο το απαγόρευε, γιατί ο Κύριος δε γέλασε ποτέ, άρα το γέλιο ήταν κάτι κακό.
- Ναι, αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτό που λέω εγώ, γιατί δεν σημαίνει πως η Χριστιανική διδασκαλία έχει  να κάνει με το θάνατο ντε και καλά. Εκεί έχουμε άλλο πράγμα. Έχουμε μια σοβαροφάνεια, ας πούμε στο Χριστιανισμό.
- Αυτό που λέει ότι προσδοκάμε ανάσταση νεκρών, σημαίνει ότι δεν αποδέχεται το θάνατο.
- Λογικό είναι. Εγώ που δεν είμαι θρησκευόμενος, δεν πιστεύω στην μετά θάνατον  ζωή, αλλά όπως λέει και ο Γούντι Άλεν: ``όταν πεθάνω,  θα πάρω και μια αλλαξιά ρούχα μαζί μου``.
(γέλια)
- Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται...
- Και λεφτά για το βαρκάρη.
- Α, επειδή λες τώρα αυτό. Θα έχω στον καινούριο δίσκο ένα κομμάτι με τίτλο ``Ο σώζων εαυτόν σωθήτω``. Ενώ δεν είναι δικά μου τα λόγια, είναι αλλουνού, λέγεται Δαγδελένης, αυτός τα έλεγε κάπως αλλιώς. Αλλά προσέξτε να δείτε γιατί είναι έυστοχος ο τίτλος που έδωσα. ``Ο σώζων εαυτόν σωθήτω``. Έχει να κάνει με αυτό το έθιμο, που βάζουν στο νεκρό ένα κέρμα στο στόμα ή στα μάτια, ξέρω εγώ, αναλόγως. Λέει ότι πηγαίνουν οι γέροι, ταξιδεύουν προς το θάνατο και είναι μπροστά οι μεγαλύτεροι και πίσω τους πάνε και οι υπόλοιποι, οι πιο νέοι και πίσω πίσω στο τέρμα υπάρχει και μια μικρή ομορφοπλουμισμένη. Χρυσό φλουρί στα δόντια τους για το περαματάρη,  να τους περάσει αντίπερα στους Άδη τα σκοτάδια. Και έρχεται ένας νεαρός από μακρυά και το βλέπει αυτό το πράγμα, αυτήν την πομπή. Και τους ρωτάει που πάτε. Λένε αυτοί πάμε στον Άδη, στην μεγάλη πόρτα. Βλέπει και την πιτσιρίκα πίσω πίσω και της λέει: ``Πού πας εσύ ωρέ μικρή, ομορφοπλουμισμένη;``
Και λέει αυτή: `` Εγώ δεν είμαι δα νεκρή, δεν είμαι αποθαμένη.
Τις λέει αυτός: ``Τότε, ανάμεσα στα δόντια σου τι το έχεις το χρυσάφι;``
Λέει αυτή:`` Αυτό δεν είναι δα φλουρί, μόνο χρυσό δοντάκι``
Και σκύβει ο νιος και τη φιλά στο παγωμένο στόμα και αυτή του μπίγει το φλουρί ανάμεσα στα δόντια.
Δηλαδή του λέει άντε γεια, πήγαινε στη θέση μου. Αυτός την ερωτεύτηκε και αυτή του την έφερε. ``Ο σώζων εαυτώ σωθήτω``. Φιλιούνται, δηλαδή και του βάζει το φλουρί στο στόμα. Του λέει άντε γεια, άντε γεια φίλε.
- Πάντως, βλέπω ότι η μουσική, τα τραγούδια και όλη η θεματολογία σου κινείται πάρα πολύ γύρω από την λαική παράδοση. Η πέρδικα, για παράδειγμα,  με το γιο ή η ουρά του αλόγου και ένα σωρό άλλα παλιότερα. Βλέπεις ένα πλούτο ανεκμετάλλευτο ή σε συγκινεί απλώς σαν άνθρωπο;
- Όχι ανεκμετάλλευτο. Μάλλον το τελευταίο που είπες. Κατ' αρχήν είμαστε πάρα πολύ τυχεροί που ζούμε στην Ελλάδα γιατί έχουμε εξαιρετική παραδοσιακή μουσική και πολυποίκιλη ανά την Ελλάδα.
- Εγώ θα έλεγα και σε σχέση με τα Βαλκάνια.
- Εμείς έχουμε πιο πλούσια μουσική. Σκέψου, έχουμε Κρητικά, έχουμε νησιώτικά, έχουμε Θρακιώτικα, έχουμε Ζακυνθινά, έχουμε Ηπειρώτικα, έχουμε Θεσσαλικά, δεν το έχει καμμία χώρα αυτό. Δεν το λέω επειδή νιώθω υπερήφανος που είμαι Έλληνας, εγώ δεν έχω σύνορα, νιώθω πολίτης του σύμπαντος. Αλλά πραγματικά νιώθω τυχερός που ζω σε μια χώρα που έχει αυτή τη μουσική παράδοση. Τι γίνεται  τώρα με αυτή τη μουσική παράδοση; Κατ' αρχήν τη στεφανώνει το ανώνυμο της δημιουργίας,  δεν υπάρχει ο εγωισμός του ενός. Αυτό είναι εξαιρετικό πράγμα. Και δεύτερον όλη η διαδικασία. Κάποιος μπορεί να γέννησε κάτι, γέννησε μια μουσική,  την πήρε ο παραδίπλα, αφέρεσαι με το αισθητικό του κριτήριο ότι θεώρησε περιττό, πρόσθεσε κάτι άλλο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία με τα χρόνια, η μουσική και ο στίχος ο παραδοσιακός απέκτησαν κάτι απόλυτο. Είναι λιτά, απέριττα και ουσιαστικά. Δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτα, δεν μπορείς να προσθέσεις τίποτα. Είναι δηλαδή ότι καλύτερο έχουμε όσων αφορά την τέχνη. Το θεωρώ, δηλαδή, για εμένα, κορυφαία στιγμή και θα έδινα όλα μου τα τραγούδια, έστω για ένα αντιστοιχο με παραδοσιακό τραγούδι.
- Άσε που αντλείς και ιστορικά στοιχεία.
- Και αυτό αλλά όχι μόνο να δεις και να αισθανθείς τι ζούσαν αυτοί. Γιατί τα Ηπειρώτικα είναι πιο βαριά; Γιατί είχαν ξενιτιά, γιατί είχαν τα βουνά γύρω-γύρω. Ένας άνθρωπος που είναι κλεισμένος... ενώ ο νησιώτης που βλέπει την απεραντοσύνη, θέλει να είναι πιο χαλαρός.
- Χοροί συνέχεια...Όπως τα μικρασιάτικα.
- Μέσα στην τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής, που ήταν ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβη, συνέβη μαζί και κάτι φοβερό από θετική σκοπιά για την Ελλάδα. Δηλαδή, ήρθε όλος αυτός ο πολιτισμός και ανύψωσε... και όχι μόνο το επίπεδο του πολιτισμού αλλά και γενικότερα τη συμπεριφορά.
- Καταδιώχθηκε όμως...
- Ο πολιτισμός όταν έχει δύναμη, δεν μπορεί να καταδιωχθεί με τίποτα.
- Γι'αυτό και επικράτησε. Μου έκανε εντύπωση κάτι που άκουσα από ένα Αρμένιο καλλιτέχνη που έλεγε ότι σε ένα μέρος Ρωμιοί και Αρμένιοι τραγουδούσαν μαζί ένα τούρκικο τραγούδι. Δηλαδή, σκέψου τώρα. Οι Αρμένιοι δεν έχουν κανένα λόγο να αγαπάνε τους Τούρκους, γεννοκτονίες, διωγμοί κ.λπ.. Οι Ρωμιοί ας πούμε δεν εχουν ιδιαίτερη συμπάθεια. Κι όμως αυτοί οι δυο λαοί  τραγουδούσαν μαζί ένα τραγούδι καθαρά Τούρκικο. Δηλαδή, ο πολιτισμός είναι παγκόσμιος ή είναι τοπικός;
- Ο πολιτισμός όσο πιο τοπικός είναι τόσο πιο παγκόσμιος. Με ποια έννοια το λέω αυτό, ότι όσο πιο αυθεντικός είσαι, τόσο πιο παγκόσμιος. Αν θελεις να υποδυθείς έναν άλλο ρόλο, να το παίξεις ότι είσαι παγκόσμιος ο ίδιος, θα κάνεις μια τρύπα στο νερό. Όσο πιο αυθεντικός είσαι σε σχέση  με το τοπικό σου... Πραγματικά πιστέυω πως αν κάποιος θέλει να κάνει κάτι ουσιαστικό σε γενικότερο επίπεδο, αρκεί να είναι αυθεντικός, αρκεί να είναι τοπικός. Να βγάλει δηλαδή τη δική του μουσική. Αυτό που κάνουν πολλά σχήματα στην Ελλάδα που γράφουν αγγλόφωνα, για εμένα δεν έχει νόημα. Υπάρχουν πολλά και καλά τέτοια σχήματα και μάλιστα μπορώ να πω ότι τα σημερινά είναι ίσως τα καλύτερα. Αλλά δεν έχει νόημα. Το νόημα είναι να βγάλεις αυτό που πραγματικά είσαι και να το αποδεχθούν και οι άλλοι.
- Πολλές φορές έχω διαβάσει σε διάφορες συνεντεύξεις σου που σου λενε για παράδειγμα: κύριε Παπακωνσταντίνου εσείς είστε έντεχνος μουσικός; Και απαντάς εγώ είμαι άτεχνος.
- Νομίζω ότι οι λέξεις φυλακίζουν, έλεγε ένας αντιψυχίατρος και έχει απόλυτο δίκιο. Όταν κάτι δεν μπορούμε να το καθορίσουμε, οπότε δεν μπορούμε κιόλας να το επεξεργαστούμε, μας φοβίζει, του δίνουμε μια ταμπέλα, το βάζουμε σε ένα συρτάρι. Τι θα πει έντεχνο;
- Δεν ξέρω.
- Ποιος ξέρει;
- Εγώ δεν ξέρω. Για εμένα ο Βαμβακάρης είναι έντεχνος, υπό την έννοια ότι κάνει μια τέχνη.
- Φυσικά!
- Όπως κι ο Σαλέας ή ο άγνωστος που έγραψε το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι ‘’έντεχνοι’’
- Βλέπεις λοιπόν ότι δεν έχει νόημα η λέξη ‘‘έντεχνο’’; Αλλά αν το πάρουμε κυριολεκτικά με την έννοια ότι ‘‘έντεχνο’’ είναι αυτό για το οποίο ο δημιουργός του έχει σπουδάσει, εγώ λέω και κυριολεκτικά ότι είμαι άτεχνος γιατί δεν έχω σπουδάσει απολύτως τίποτα σε σχέση με τη μουσική. Είμαι πρωτόγονος σε σχέση με τη μουσική. Σε σχέση με το λόγο όχι εφόσον έχω περάσει τόσα χρόνια στα θρανία… αναγκαστικά έχει περάσει κάποιο στοιχείο λόγιο, αλλά ακόμα κι αυτό προσπαθώ να το τιθασσεύσω. Όμως σε σχέση με τη μουσική είμαι τελείως πρωτόγονος. Πάω με το σύστημα ‘‘με τα τρία ου’’, κουτουρού!!!
Θα σας πω λοιπόν τι έχει πει ένας ισπανός ποιητής και πεζογράφος πάνω σ’αυτό. Ο Λουίς Θερνούδα λέει στο βιβλίο του  ‘‘Όκνος’’ για το πώς άκουσε εκείνος τη μουσική, ότι ο άνθρωπος πρέπει να ακούει μουσική με τη μέγιστη αγνότητα. Όπως όταν ατενίζεις το πέλαγος. Πώς είσαι όταν κάθεσαι και κοιτάς τη θάλασσα; Ετσι πρέπει να ακούς μουσική, να είσαι αγνός. Αυτό που λέει γι’αυτόν που ακούει μουσική, κατά τη γνώμη μου ισχύει και γι’αυτόν που φτιάχνει μουσική. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να είσαι αγνός όταν κάνεις μουσική. Υπάρχει μια γελοιότητα βέβαια σ’άυτό αλλά όταν κάνω μουσική αισθάνομαι σαν μικρό παιδί. Κι αυτό φαίνεται κάποιες φορές στην πράξη.
Κάποια στιγμή συνεργάστηκα με τον Μάνο Λοΐζο που δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει αυτό που είχε κάνει πάνω στους στίχους που του είχα δώσει. Στην πορεία, λοιπόν, ψάχνοντας να βρω αυτά που είχε γράψει μου έστειλε η κόρη του τις προσπάθειες που είχε κάνει [ο Λοΐζος] πάνω στους στίχους μου. Εκεί ακούς έναν Μάνο Λοΐζο που είναι σαν μικρό παιδί. Της είπα ότι δεν πρέπει αυτά να τ’ακούσει κανένας άλλος γιατί είναι σαν να βγαίνει κάποιος έξω με το σώβρακο. Δηλαδή εκείνη τη στιγμή, της δημιουργίας, γίνεσαι τόσο αγνός που είσαι σαν μικρό παιδί.
- Κι είναι κακό αυτό;
- ‘Όχι, άλλωστε δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Εκείνη τη στιγμή είσαι πέρα από το καλό και το κακό. Είσαι σαν αμοιβάδα. Αυτό τι σημαίνει; Ότι στιγμή της δημιουργίας γίνεσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι καθημερινά κι έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το ότι πολλά καθίκια είναι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Γιατί τη στιγμή της δημιουργίας γίνονται κάτι άλλο.
- Ο Διονύσιος Σολωμός γράφει ‘‘γυμνός κοιμήθηκα σαν το σκυλί στο χώμα’’. Σε ρωτάω λοιπόν, την ώρα που γράφεις μια μουσική είσαι κι ο πρώτος ακροατής της. Με ποιο κριτήριο βγάζεις τη δημιουργία σου προς τα έξω; Αν σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, αν θεωρείς ότι αυτό μπορεί να αρέσει στον κόσμο;
- Όχι καμία σχέση. Δεν υπάρχει περίπτωση να σκεφτώ το τι θα αρέσει στον κόσμο.
- Αν είναι στρατευμένο, για παράδειγμα…
- Όχι, ούτε αυτό. Δεν πιστεύω άλλωστε στη στρατευμένη τέχνη. Θα σου πω πάλι μία από τις παραπομπές μου. Ο Τσέζαρε Παβέζε, ένας ιταλός ποιητής, έλεγε ότι κάθε προσπάθεια που κάνει κάποιος να κατευθύνει αυτό που πηγάζει από μέσα του, το αποδυναμώνει. Πρέπει να αφήνουμε ελεύθερα να βγαίνει από μέσα μας η τέχνη, η μουσική, ο λόγος -όταν πηγάζει- χωρίς να το κατευθύνουμε κάπου. Από τη στιγμή που θα πω ότι θα κάνω αυτό για να αρέσει στον κόσμο, δεν έχει καμία δύναμη. Πρέπει να αφήνεται να βγει ελεύθερα αυτό που υπάρχει μέσα μας. Στην ουσία άλλωστε αυτό που βγάζω δεν είναι δικό μου. Το έχω πει πολλές φορές και γίνομαι και γραφικός, ότι νιώθω όπως οι πηγές που δεν μπορούν να πουν ότι το νερό είναι δικό τους γιατί υπάρχουν υπόγεια ποτάμια από πίσω.
- Να σε ρωτήσω τώρα κάτι άλλο. Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί όπως ο ορισμός του Αριστοτέλη για την τραγωδία, του Καντίνσκι για την τέχνη. Μπορούμε όμως να ορίσουμε την τέχνη; Να πούμε ότι αυτό είναι ή ότι δεν είναι τέχνη;
- Κατά τη γνώμη μου δεν μπορείς να πεις συγκεκριμένα κάτι πάνω στην τέχνη γιατί τα μεγάλα πράγματα στην ύπαρξή μας δεν μπορούμε να τα ορίσουμε. Δηλαδή μπορείς να ορίσεις τι είναι ‘‘εαυτός’’, τι είναι ‘‘εγώ’’; Με τον ίδιο τρόπο δεν μπορείς να ορίσεις επακριβώς και την τέχνη, μπορείς όμως να κάνεις νύξεις πάνω σε αυτή. Μπορώ να πω, ας πούμε, τι μπορεί να κάνει η πραγματική τέχνη όχι στην ολότητά της αλλά κάποιες στιγμές. Για παράδειγμα μπορώ να σου πω για την τέχνη της μουσικής και για τα τραγούδια. Για μένα πραγματική τέχνη της μουσικής είναι όταν ακούσω κάτι και μετά δεν φοβάμαι τίποτα πια και μπορώ να χορέψω ακόμα και το χορό του Ζαλόγγου, να πηδήξω σ’ένα γκρεμό. Αν ένα τραγούδι μου δώσει αυτή την αίσθηση τότε πρόκειται για σπουδαία τέχνη.
- Κι αν αυτό το τραγούδι σε κάνει να θες να χορέψεις μια ζεμπεκιά σ’ένα σκυλάδικο θα το κάνεις;
- Εγω δεν θα το κάνω. Δεν έχω στεγανά απλώς αυτό δεν με πείθει. Ας βάλουμε ένα παράγοντα που ισχύει για τα πάντα, όπως είναι ο χρόνος. Δηλαδή ο χρόνος καθορίζει τι είναι αυτό που θα μείνει ως τέχνη, τι θα μείνει για πάντα κι όχι μόνο για μια στιγμή. Παλιότερα λοιπόν ’’λαϊκό’’ ΄ήταν αυτό που ακολουθούσε ο πολύς ο κόσμος. Ο Τσιτσάνης για παράδειγμα που τον έχει ακούσει πάρα πολύς κόσμος είναι πραγματική τέχνη. Σήμερα μάλλον δεν μπορεί να υπάρξει Τσιτσάνης που θα τον ακούει το 80-90 % του κόσμου. Η σημερινή τέχνη όμως θα κριθεί από το πόσο θα αντέξει στο χρόνο. Αν μετά από 100 ή 200 χρόνια βρεθεί κάποιος και ακούσει μια μουσική του 2013 και σκιρτήσει μέσα του, κατά τη γνώμη μου, αυτό θα είναι τέχνη.
- Να επανέλθουμε λίγο σε αυτό που έλεγε πριν ο Αντώνης…
- Κατ’αρχήν, είπαμε, να ξεκαθαρίσουμε ότι η κουβέντα είναι χαοτική, αφήνονται πράγματα στη μέση, πάμε από το ένα στο άλλο. Να μην περιμένουμε αρχή,μέση, τέλος…
- Αυτό είναι το καλό όμως! Για φαντάσου να τα είχαμε ξεκαθαρίσει όλα…
- Να πούμε και για τους πιθανούς αναγνώστες του blog, ότι δεν υπάρχει τίποτε στημένο. Είμαστε μια παρέα και μιλάμε με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου…
- Χέστηκε η φοράδα στ’αλώνι, που λέγαμε και προηγουμένως…
- Ούτε έτοιμες ερωτήσεις έχουμε, ούτε έτοιμες απαντήσεις. Το μόνο έτοιμο είναι το τσίπουρο.
- Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε σκουμπρί!
- Ανασκουμπρώσου!!!
(γέλια)
- Το κοινό που έχει η παρέα είναι αυτό το μέρος, αυτός ο τόπος που έχει κάτι που τραβάει τον κόσμο να έρθει και να μείνει.
- Εσύ βέβαια είσαι σώγαμπρος!
-Εγώ σώγαμπρος; Όχι φιλαράκι. Εγώ είμαι μετανάστης. Όταν παίξουμε 5x5 θα είμαι με την ομάδα των αλλοδαπών!
-Υπάρχει πάντως κάτι που τραβάει τον κόσμο εδώ…
- Εμένα με τράβηξε η ομορφιά του τοπίου. Αλλά όχι μόνο η ομορφιά του χωριού. Είχα ψάξει και στο [γειτονικό] Μεγαλόβρυσο πριν αλλά η γενικότερη αίσθηση που έχει κανείς στο Μεταξοχώρι είναι μια γλυκύτητα στο τοπίο που δεν τη συναντάς. Νιώθεις πραγματικά στα νερά σου. Αλλού αγριεύεις, εδώ δεν αγριεύεις.
- Στις 19 Απριλίου είχες μια συναυλία, την τρίτη συναυλία αλληλεγγύης για τους κατοίκους του Μεταξοχωρίου –ευχαριστώ για το σκουμπρί…
- Αυτά για το σκουμπρί και για το γλυκάνισο στο τσίπουρο θα γραφτούν, δεν θα τα βγάλεις απ’εξω φιλαράκι!
- Εκεί λοιπόν που λέγαμε ότι τελείωσε η συναυλία, πάμε να φύγουμε, να γυρίσουμε σπίτια μας, ξαφνικά βλέπουμε κάτι χάλκινα, κάτι πνευστά, κάτι κρουστά…
(μετά από ‘‘ψηφοφορία’’ για το ποια από τις τρεις συναυλίες Αλληλεγγύης ήταν η καλύτερη)
- Αυτό που έγινε στο τέλος κατά τη γνώμη μου στεφάνωσε το σύνολο όλης της προσπάθειας, γιατί εγώ είμαι προβοκάτορας και θέλω πάντοτε να συμβαίνει κάτι που να μην είναι αναμενόμενο, δηλαδή και κάτι πέρα από τη μουσική…
- Εκεί θέλω να φτάσουμε. Σε αυτό που ακολούθησε τη συναυλία. Βέβαια σε όλο αυτό το διάστημα που ήμασταν στο δρόμο η Αγιά κοιμόταν.
- Δεν άνοιξε ούτε ένα παράθυρο! Τι είναι αυτό το πράγμα! Δεν βγήκε ούτε ένας έστω και για να μας βρίσει! Λες και γίνεται κάθε μέρα αυτό!
- Αυτό γιατί λες ότι έγινε;
- Αυτό να το πεις εσύ που ζεις εδώ, εγώ έχω μόνο οκτώ χρόνια στην περιοχή.
- Νομίζω ότι οι άνθρωποι θέλουν γενικότερη αφύπνιση. Όχι μόνο με τα όργανα.
- Είπε κάτι ο Σταμάτης, ότι οι άνθρωποι χρειάζονται αφύπνιση. Αλλά αυτή την αφύπνιση ποιος την κάνει; Τα πολιτικά κόμματα;
- Η αφύπνιση που χρειαζόμαστε είναι μάλλον αυτό-αφύπνιση. Πρέπει δηλαδή να το έχεις και λίγο μέσα σου. Αν δεν το έχεις μέσα σου, δύσκολα θα συμβεί… Σχετικά με αυτό που έγινε, το είχα στο μυαλό μου να συμβεί, γιατί θεωρώ ότι όταν φεύγει η γη κάτω απ’τα πόδια μας, όταν συμβαίνει το αναπάντεχο, αυτό που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ή το μη αναμενόμενο, τότε νομίζω ότι ακόμα κι αυτός που είναι Βούδας, που είναι ακούνητος, καθιστός, μπορεί να κινητοποιηθεί.
- Διάβαζα χθες κάπου ότι ο Σόιμπλε, λέει, απορεί γιατί δεν ξεσηκώνονται οι Ελληνες. Πόσοι από μας που είμαστε εδώ έχουμε εξασφαλισμένο ένα αξιοπρεπές εισόδημα; Γιατί λοιπόν δεν ξεσηκώνονται οι Ελληνες;
- Υπάρχει ένα κοκτέιλ που μας γίνεται ενδοφλέβια και μας οδηγεί σε αυτή την κατάσταση, ένα μείγμα φόβου και οκνηρίας. Ο φόβος και η τεμπελιά κυριαρχούν και μας οδηγούν στο να μην κάνουμε τίποτα.
- Πώς μπορεί η τέχνη να ανατρέψει αυτή την κατάσταση;
- Η τέχνη δεν μπορεί από μόνη της να ανατρέψει τα πράγματα αλλά μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους προς τα εκεί. Όπως έλεγε ένας τούρκος μουσικός, Εργκιουνέρ νομίζω λέγεται, η μουσική είναι ένας βαθύς στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Κι αυτό αφορά, νομίζω, όλη την τέχνη. Δηλαδή η τέχνη σε κάνει να στοχάζεσαι κι αφού στοχάζεσαι λογικά θα πρέπει να γίνεσαι και καλύτερος άνθρωπος και επομένως αποκτάς μια αίσθηση δικαίου, δεν θες να επικρατεί η αδικία κι έτσι, λογικά, εξεγείρεσαι. Η τέχνη από μόνη της δεν κάνει τίποτα αλλά μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο να κάνει τη ζωή καλύτερη.
- Άρα η τέχνη στρατεύεται;
- Όχι δεν στρατεύεται! Τι στρατεύεται; Δηλαδή έχει σχέση με το στρατό; Εγώ ακούω στρατό κι ανατριχιάζω!
- Στρατεύεται στο πλευρό του ανθρώπου.
- Δεν υπάρχει καμία στράτευση. Ας εξηγήσουμε τι σημαίνει ‘‘στρατεύομαι’’. Στρατεύομαι σημαίνει υπακούω. Όμως η τέχνη δεν σε κάνει να υπακούς, σε κάνει να εξεγείρεσαι.
- Αρα η τέχνη δεν λειτουργεί όπως ο Τυρταίος….                               
- Ο Τυρταίος τι έγραφε, εμβατήρια για τον πόλεμο, παιάνες; Μπορώ να σου πω ότι αυτή η μορφή τέχνης είναι η μόνη που δεν με ενδιαφέρει. Δεν θέλω η τέχνη να λειτουργεί φανατικά υπέρ της βίας.
- Ναι αλλά η βία είναι η μαμή της Ιστορίας…
- Σιγά να μην είναι! Θα σου πω τι πιστεύω. Σε αυτό το σημείο έχω έρθει επανειλημμένα σε αντιπαράθεση με τα παιδιά μου. Κατανοώ τη βία των αδύναμων, καταδικάζω τη βία των εξουσιαστών. Όμως ακόμα κι ως αδύναμος αν εξασκήσεις βία για τα δίκαιά σου αυτό σε μολύνει και δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγεις από αυτό. Όπως έλεγε ο Φρόυντ, όταν αντιπαλεύεις τέρατα, γίνεσαι κι ο ίδιος τέρας και δεν μπορείς μετά ως τέρας να υπάρξεις σε μια κοινωνία που πιθανόν την οραματίζεσαι απελευθερωτική.
- Τάσσεσαι δηλαδή με το όραμα του Γκάντι;
- Κατά κάποιο τρόπο. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι τα πράγματα είναι όντως έτσι και σίγουρα δεν μπορώ να εξηγήσω πολλά πράγματα. Αλλωστε ο Γκάντι μπόρεσε να ευδοκιμήσει έχοντας να αντιμετωπίσει ένα στρατό, τους Αγγλους οι οποίοι αν και αποικιοκράτες στηρίζονται πολύ στο έθιμο, έχουν δηλαδή κάποια στεγανά, μια τυποποιημένη ευγένεια και μια αφοσίωση στους θεσμούς. Ετσι για παράδειγμα δεν θα σκοτώσουν κάποιον αν είναι άοπλος ή στον ύπνο του. Οι Αγγλοι δηλαδή είχαν κάποια στεγανά που δεν μπορούσαν να υπερβούν κι γι’αυτό μπόρεσε ο ειρηνικός τρόπος του Γκάντι  να ευδοκιμήσει. Όμως σήμερα αυτά τα δεδομένα δεν ισχύουν. Σήμερα σε αυτό το χάος δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι αντίστοιχο. Λέω απλώς την αίσθησή μου, ότι έστω και μία φορά αν εφαρμόσω βία ενάντια σε κάποιον, αυτό θα με μολύνει. Ακόμα κι αν αλλάξει η κοινωνία και γίνει όπως την οραματίζομαι και υλοποιηθεί η ουτοπία που έχω στο μυαλό μου δεν πρόκειται να το ξεπεράσω αυτό. Τότε και πάλι θα κοιτάξω να είμαι βίαιος για να υπερασπιστώ κάποια άλλα πράγματα.
- Ανέφερες τη λέξη ‘‘ουτοπία’’. Να την αφήσουμε προς το παρόν και να την πιάσουμε μετά;
- Όχι να την πιάσουμε τώρα! Να σου πω για την ουτοπία, λοιπόν, φίλε μου Αχιλλέα με το ωραίο επώνυμο ‘‘Αρχοντής’’! Για πολλά χρόνια δεν μπορούσα να διαχειριστώ την ουτοπία. Όλοι έχουμε μέσα μας μια ουτοπία, μια ιδέα σε σχέση με τη ζωή που θα θέλαμε να πραγματωθεί. Ήξερα όμως ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτό και σκεφτόμουν πώς μπορείς να παλέψεις για κάτι που ξέρεις ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Εδώ ήρθε κι έλυσε το ζήτημα η ποίηση. Ένας αργεντίνος ποιητής λέει ότι η ουτοπία είναι όπως ο ορίζοντας. Βλέπει κάποιος άνθρωπος τον ορίζοντα και πηγαίνει προς τα εκεί για να τον φτάσει αλλά δεν το φτάνει ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσεις τον ορίζοντα. Συνειδητοποιείς όμως μετά ότι στην προσπάθειά σου να φτάσεις τον ορίζοντα έχεις προχωρήσει. Ετσι είναι κι η ουτοπία: δεν την φτάνεις ποτέ αλλά στο μεταξύ προχωράς.
- Με αυτό που λες μου θύμισες την ‘‘Ιθάκη’’ του Καβάφη.
-Το ίδιο πράγμα είναι.
- Κι αν βάλουμε τον παράγοντα της οικονομίας;
- Σε σχέση με την οικονομία νομίζω ότι η ουτοπία είναι να παράγει ο καθένας όσο μπορεί και να καταναλώνει όσο χρειάζεται. Αυτό για να εφαρμοστεί προϋποθέτει ότι θα έχουμε όλοι μας εξελιχθεί σαν άνθρωποι.
- Μιλούσα σήμερα με μια φίλη και μου έλεγε ‘‘μακάρι να ήξερα τη μέρα που θα πεθάνω ώστε να προγραμματίσω τη ζωή μου καλύτερα’’. Η ερώτησή μου είναι η εξής…
- Πολλά ρωτάς!!!
(γέλια)
- Έλεγε λοιπόν ότι το γεγονός ότι αγνοούμε τη μέρα του θανάτου μας είναι ευλογία. Γιατί αν τη γνωρίζαμε τότε προς το τέλος της ζωής μας θα κυριαρχούσε η μιζέρια και η άρνηση από το να κάνουμε οτιδήποτε.
- Θα σου πω… Η στιγμή της θεωρητικής αίσθησης του θανάτου νομίζω ότι μπορεί να σε κάνει καλύτερο σαν άνθρωπο, γιατί την ώρα της πραγματικής αίσθησης του θανάτου δεν έχει νόημα πια. Αντίθετα από αυτό που λες, εμένα αυτό με έκανε καλύτερο σαν άνθρωπο. Θα σου πω το προσωπικό μου βίωμα. Καταρχήν πιστεύω ότι όσο πιο νωρίς ο άνθρωπος νιώσει τη δική του ανυπαρξία τόσο πιο προχωρημένος είναι… Θυμάμαι ότι όταν ήμουν πιτσιρικάς, περίπου στο δημοτικό μέχρι και τις αρχές του γυμνασίου, δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί σκεφτόμουν το θάνατο των δικών μου, του πατέρα μου, της μάνας μου. Αυτό μ’έκανε να μη μπορώ να κοιμηθώ, έλεγα ‘‘θα πεθάνουν οι δικοί μου’’ αλλά δεν μπορούσα τότε να διανοηθώ το δικό μου θάνατο. Κανένας όταν είναι μικρός δεν σκέφτεται το δικό του θάνατο. Όμως όσο πιο νωρίς αντιμετωπίσεις τη δική σου  ανυπαρξία, το δικό σου θάνατο, τόσο πιο ώριμος γίνεσαι. Εγώ ήρθα αντιμέτωπος με αυτό πάρα πολύ αργά, θεωρώ ότι ήμουν πολύ ανώριμος. Μετά τα τριάντα μου, από τη στιγμή που κόλλησε αυτό στο μυαλό, ότι κάποια στιγμή θα πεθάνω και δεν θα υπάρχω, για ένα μήνα περίπου δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο, μου μιλούσες και όλες οι λέξεις μου φαίνονταν ένα τίποτα και τίποτα δεν μπορούσε να με κάνει καλά.
- Διάβαζες και Καρυωτάκη τότε;
- Όχι δεν διάβαζα απολύτως τίποτα.
- Ο  θάνατος είναι το μεγαλύτερο κίνητρο για να ζήσεις καλά…
- Ναι αλλά υπάρχει κι αυτό που λέει ότι η ζωή είναι επικίνδυνη, όποιος ζει, πεθαίνει!
(γέλια)
- Ναι υπάρχει όμως κι αυτό που λέει ότι η ζωή είναι ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα
- Κι αυτό είναι ωραίο αλλά ας μην πάμε σε αυτά γιατί τότε θα πάμε πιο μακριά… σ’αυτό που είπε ο Γούντι Αλεν ότι «την τελευταία φορά που μπήκα σε γυναίκα ήταν όταν επισκέφτηκα το άγαλμα της Ελευθερίας»!
(γέλια)
-Τελοσπάντων ξαγυρνάμε στα δικά μας. Εγώ λοιπόν ήμουν ένας άνθρωπος ξεροκέφαλος, ας πούμε στα βαφτίσια των παιδιών μου –κι είναι εδώ μπροστά ο Κωσταντής- δεν πήγα.
- Ε ο Κωσταντής δεν το θυμάται αυτό!
- Δεν το θυμάται αλλά έκλαιγε όπως έμαθα! Επειδή λοιπόν δεν έχω νιώσει το θρησκευτικό συναίσθημα ένιωθα ότι το να πάρω μέρος σε μια τελετή την οποία δεν αποδέχομαι θα ήταν λάθος. Κι έτσι δεν πήγα, άφησα τη Φανούλα, να βαφτίσει τα παιδιά…
- Στο γάμο πήγες;
- Κάναμε πολιτικό! Και τον κάναμε στη Λάρισα Αύγουστο, δεν ήρθε κανείς!
- Ναι αλλά ο γάμος είναι γλέντι!
- Ε, τι γλέντι… τη γυναίκα μου τη γνώρισα όταν ήμουν 17. Παντρευτήκαμε όταν ήμουν 27 κι εκείνη 25, δηλαδή δέκα χρόνια μετά. Τι να γλεντήσουμε τότε; Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά. Λέγαμε ότι ήμουν ξεροκέφαλος, δεν πήγα στα βαφτίσια των παιδιών μου, στεναχώρησα την πεθερά μου ακόμα και με το γάμο.. Μετά όταν βίωσα το θάνατο θεωρητικά, αυτό με έκανε καλύτερο σαν άνθρωπο, έβαλα και λίγο νερό στο κρασί, έλεγα ας μη φτάνω στα άκρα αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι η σφραγίδα του θανάτου μπορεί να σε οδηγήσει να γίνεις αριβίστας και να πατάς επί πτωμάτων αλλά μπορεί να σε κάνει και καλύτερο σαν άνθρωπο. Εξαρτάται από το πώς είσαι φτιαγμένος…
- Εδώ λοιπόν ερχόμαστε σε μια πολύ καλή κουβέντα.. για το πώς θέλει καθένας μας να βιώσουν το θάνατό του οι ζώντες, οι φίλοι κι οι συγγενείς του..
- Τι καλή κουβέντα…
- Ε εντάξει Μεγάλη Εβδομάδα είναι!
- Ας κάνουμε λοιπόν ένα παιχνίδι. Ας πούμε τι θέλει ο καθένας μας να γράψουνε στον τάφο του. Εγώ θα πω τρία πράγματα και μέχρι το τέλος θα επιλέξω ένα απ’αυτά.
- Ναι αλλά αυτό εμείς δεν το έχουμε σκεφτεί.
Να το σκεφτείτε τώρα. Ας πει ο Αντώνης…
- «Να ζείτε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία. Ο θάνατος πρέπει να σας κάνει καλύτερους ανθρώπους»
- Όλα αυτά; Θα πληρώσεις πολλά στον μαρμαρά!!!
(γέλια)
- Λοιπόν εγώ έχω σκεφτεί τρία. Το πρώτο είναι ένα στιχάκι που είχα γράψει: «στο άπειρο πορεύομαι, απ’τ’άπειρο ξεκίνησα, κέντρο του σύμπαντος κι αθάνατος, νόμιζα ο άμυαλος πως ήμουνα». Το δεύτερο είναι αυτό: «πέρασε τον περισσότερο χρόνο του κουρδίζοντας παρά παίζοντας». Και το τρίτο είναι ένα κομμάτι από ποίημα του Ρίλκε που λέει ότι «Ο θάνατος είναι μεγάλος, είμαστε οι δικοί του. Με στόμα που γελά, όταν εμείς νομίζουμε ότι σφύζουμε από ζωή, έρχεται και κλαίει μέσα στην καρδιά μας». Προχωράμε παρακάτω…
- Τι να πούμε τώρα εμείς…
(ακολουθούν  γέλια και πειράγματα εκατέρωθεν με αφορμή το επιτύμβιο καθενός)
- Εγώ θα έγραφα «αφήστε μήνυμα, επιστρέφω σε λίγο»
- Κι εγώ θα σου έγραφα από κάτω με μαρκαδόρο «μ’αυτό το πλευρό να κοιμάσαι»!!!
- Ε αυτό καλό είναι, γιατί τότε δεν θα στριφογυρίζω στον τάφο!
(γέλια)
- Ας αλλάξουμε κουβέντα, ας πούμε για τη ζωή ή για τον έρωτα
- Αν πούμε για τον έρωτα θα πούμε πιο βαριά πράγματα
- Εσύ Θανάση, στα τραγούδια σου δεν μιλάς πολύ για τον έρωτα ή αποφεύγεις να τον εξυμνήσεις. Αλλά είναι ωραίο αυτό, γιατί γράφεις ιστορίες…
- Σε μερικά μόνο τραγούδια… Ξέρεις τι γίνεται, γράφω «άφυλα». Πιστεύω ότι τα πιο βαθιά συναισθήματα είναι άφυλα, το φύλο είναι στον πυρήνα της ύπαρξής μας αλλά δεν είναι το σημαντικότερο, δηλαδή αν η ζωή είναι ένα κρεμμύδι, το φύλο μας υπάρχει εκεί αλλά δεν είναι στο κέντρο, είναι το τελευταίο στη σειρά.
- Πάντως είναι ωραίο που δεν γράφεις για τον έρωτα, γιατί το τι θα νιώσει ο καθένας μας ερωτικά είναι κάπως εύκολο να το περιγράψεις..
- Γενικότερα δεν με ενδιαφέρει να περιγράφω συναισθήματα, το πιο σημαντικό είναι να κάνεις τον άλλο να βιώσει καινούργια συναισθήματα, αυτό γίνεται με περιγραφή εικόνων ακόμα κι αν οι εικόνες αυτές είναι κάπως περίεργες ή δεν υπάρχουν. Είναι μεν ξεκάθαρες αυτές οι εικόνες, σου εντυπώνονται στο μυαλό αλλά μπορεί να είναι ακατανόητες. Ετσι μπορεί να νιώσεις καινούργια συναισθήματα.
- Εχω να σου κάνω αλλες δύο ερωτήσεις Θανάση…
- Εκτός των άλλων που έχεις κάνει ήδη!
- Η μία ερώτηση είναι…
(παύση)
-Την ξέχασες!
- Όχι δεν την ξέχασα! Υπάρχει μια άποψη σύμφωνα με την οποία η τέχνη γεννιέται από τους καταραμένους κι όχι από τους ευλογημένους. Όπως ο Βαν Γκογκ, ο Ρεμπώ και τόσοι άλλοι. Μήπως λοιπόν όταν ματαιώνονται οι προσδοκίες σου ή όταν νιώθεις ότι ο κόσμος γύρω σου καταρρέει αυτό σου δίνει επιπλέον έναυσμα για κάνεις τέχνη; Μήπως ακόμα κι οι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις…
- Αν θες να πεις κάτι για μένα, να ξέρεις ότι κι εγώ έχω ένα πρόβλημα, είμαι δυσκοίλιος! Σου αρκεί αυτό;
(γέλια)
- Το’χω πει και στις συναυλίες, είμαι μικροαστός, δεν έχω περάσει από χίλια, μύρια κύματα, δεν έχω ζήσει δύσκολες καταστάσεις, τότε τι είναι αυτό που με οδηγεί στο να…
- Η δυσκοιλιότητα;           
- Η δυσκοιλιότητα βέβαια!
- Βρήκαμε λοιπόν για ποιο λόγο γράφτηκε το «ματσιφτάρι»!
- Εννοείται, είναι βιωματικό 100% !!!
-Αρα όντως ζορίζεσαι για να γράψεις!!!
(γέλια)
- Είπε κάτι πολύ καλό ο Κωσταντής
- Ο Κωσταντής πάντα λέει καλά πράγματα. Μ’εχει μοιάσει! Τι είπες; Πες το μας… Αμα είσαι μάγκας πες το, να δούμε θα ξαναπάρεις λεφτά!!!
(γέλια)
- Να δεις όταν έρχεται η ΔΕΗ πώς ζορίζεται… Λέει, ήρθε η ΔΕΗ, τότε πρέπει να κάτσω να γράψω!
- Όχι αυτό δεν γίνεται. Δεν λέω να γράψω, να βγω να παίξω λέω!
- Η Φανούλα τον βαράει!
- Αφού είπαμε, η Φανή θα με βγάζει με αναπηρικό καροτσάκι στα 80 να παίζω!
(γέλια)
- Μου ήρθε μια άλλη ερώτηση τώρα. Απ’ότι ξέρω σου αρέσει ο Πεσσόα…
- Επειδή προέρχεται από το ρήμα «πέφτω»!
(γέλια)
- Εγραφε λοιπόν με 79 διαφορετικά ονόματα. Όταν πέθανε ανακάλυψαν στην Πορτογαλία ότι σχεδόν όλη η ποίηση στηριζόταν σε ένα άτομο γιατί έγραφε, όχι με ψευδώνυμα, γιατί αυτό σημαίνει ότι γράφεις με το ίδιο στυλ αλλά με άλλο όνομα, αλλά με 79 ετερώνυμα που το καθένα είχε διαφορετικό ύφος. Μάλιστα ορισμένα από τα ετερώνυμα έκαναν κριτική σε άλλα. Το τρομερό είναι ότι βλέπουμε έναν άνθρωπο που λόγχισε τη ματαιοδοξία γιατί όταν κάνεις κάτι και δεν το βγάζεις προς τα έξω με το όνομα σου, τότε αυτό θέλει…
- Τσαγανό, για να το πούμε κόσμια.
- Ναι. Σκέψου να κάνεις κάτι και να μην το μαθαίνει κανείς. Αυτό κρύβει πολύ θάρρος. Ή ψυχασθένεια.
- Αυτός ο διχασμός, η πολυδιάστατη προσέγγιση της ποίησης σε έχει επηρεάσει στην τέχνη σου;
- Όχι καθόλου. Θεωρώ ότι είμαι ένας και μονοδιάστατος, δηλαδή δεν έχω αντιφάσεις. Εγω δεν έχω γράψει με διαφορετικά ονόματα, δεν υπάρχουν 79 διαφορετικοί «θανάσηδες» είμαι ένας. Γι’αυτό κι όταν μου μιλάνε στον πληθυντικό δεν το καταλαβαίνω…
- Ναι αλλά εγώ όταν ακούω για παράδειγμα την Ουρά του αλόγου, την Ανδρομέδα και το Διάφανο ακούω τρία διαφορετικά πράγματα
- Μπορεί έτσι να το ακούς εσύ αλλά, να ρώτα και τον Κωσταντή να σου πει τι ακούω. Ακούω και παραδοσιακά και τους λέω ότι τα δημοτικά είναι φοβερή μουσική, ακούω σύγχρονη μουσική, ακούω και ροκ, τα πάντα.
- Αρα λοιπόν θεωρείς ότι η μουσική είναι ένα ενιαίο σύνολο; Κάποιος ας πούμε έχει πει για την παραδοσιακή μουσική ότι είναι η ελληνική τζαζ..
-  Αυτό μου ακούγεται κάπως «βλάχικο». Γιατί αν πας σε ένα παραδοσιακό οργανοπαίκτη κι εσύ μοιάζεις κάπως της δυτικής κουλτούρας θα σου παίξει με τέτοιο τρόπο γιατί έχει κόμπλεξ κατωτερότητας γιατί στην πραγματικότητα αυτά που ξέρει να παίζει μπορεί να είναι και καλύτερα. Τι θα πει λοιπόν «ελληνική τζαζ»; Βλακεία μου φαίνεται. Είμαστε και τζαζ και χιτζαζ!
- Να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία λοιπόν. Είχα πάει πριν από χρόνια στην Πράγα, σε μια παραδοσιακή υποτίθεται ταβέρνα που έπαιζαν τσιγγάνοι βιολιστές κι όταν τους είπαμε ότι είμαστε από την Ελλάδα ήρθαν στο τραπέζι μας κι άρχιζαν να παίζουν «τα παιδιά του Πειραιά»…
- Ε είναι ξεκάθαρο, ήθελαν να σας πάρουν λεφτά!
(γέλια)
- Αν έρθω δηλαδή στη συναυλία σου και σου πω, φίλε, θέλω να μου παίξεις το τάδε…
- Θα πάρεις τ’αρχίδια μου!
(γέλια)
-Ναι αλλά εμένα μπορεί να μου αρέσει πολύ αυτό εκείνη τη στιγμή
-Εμένα όμως δεν μ’αρέσει!
- Όχι ρε παιδί ακόμα κι ένα δικό σου τραγούδι! Να παίξεις ας πούμε τον «Αποσπερίτη».
- Κοίτα τώρα αυτό που λες είναι εύστοχο. Ημουν κάποια φορά -για συναυλία- στη Βλάστη. Την επόμενη μέρα είχα διαβάσει ότι γινόταν ένα πανηγύρι σ’ένα χωριό, πήγα λοιπόν γιατί είδα ότι έπαιζε ο Σάββας Σιάτρας που μου άρεσε. Πάω λοιπόν και παθαίνω σοκ. Ο πρώτος λόγος ήταν επειδή δεν είχε πολύ κόσμο με αποτέλεσμα να μην έχει πολλή «χαρτούρα», έτσι τραγουδούσε και κοιτούσε συνεχώς το ρολόι, δεν έβλεπε την ώρα να φύγει… το άλλο που δεν μου άρεσε είναι ότι ενώ έπαιζε, πήγαινε κάποιος και του έλεγε το τραγούδι που ήθελε να παίξει και τότε ο Σιάτρας σταματούσε αμέσως αυτό που έπαιζε για να παίξει την παραγγελιά. Αυτό το θεώρησα κατάπτυστο. Πώς γίνεται αυτό; Δεν μπορώ να το κάνω με τίποτα αυτό. Εχει συμβεί βέβαια κι αυτό με την έννοια ότι αφού έχει τελειώσει η συναυλία έρχονται και μου λένε «Θανάση, δεν μας έπαιξες…» το ένα, το άλλο. Επειδή λοιπόν είμαι κατά βάση ερασιτέχνης θα καθήσω και θα παίξω χωρίς να περιμένω υλικές απολαβές κι ας είμαι κουρέλι εκείνη τη στιγμή. Από την άλλη πλευρά ακριβώς με αυτό τον τρόπο έχει επιζήσει μέχρι σήμερα η παραδοσιακή μουσική κι έχει κάνει αριστουργήματα…
(μετά από παύση)
- Το «κομμωτριάκι» πώς σου ήρθε να το γράψεις;
- Γιατί όχι! Τι θα γράφουμε μόνο για τα μεγάλα πράγματα; Δεν έχετε δει κομμωτριάκι να χτενίζουν μαλλιά και να βρίσκονται «αλλού»;
- (Κωσταντής): και καλά το «κομμωτριάκι» αλλά το «οι μύγες βαλσαμώνονται με βάλς»! Τι του ΄ρθε κι έγραψε για τις σκατόμυγες!)
- Λοιπόν, φεύγω, μια τελευταία ερώτηση..
- Πώς αισθάνεσαι, όταν σου φωνάζουν «ρε Θανάση τι λες τώρα…»
- Εγώ εκείνη τη στιγμή ακούω «τηλετώρα», εκείνο το κανάλι...
(γέλια)
- Τι να παίξω! Έρχονται και φωνάζουν «παίξει εκείνο», «γιατί δεν έπαιξες το άλλο». Πόσο να παίξουμε; Έχουμε παίξει τέσσερις ώρες, έχουμε βγάλει τα συκώτια μας!
- Είσαι λοιπόν κάτοικος Μεταξοχωρίου, Ρετσανιώτης που λέμε, αισθάνεσαι όμως Ρετσανιώτης;
- Τι θα πει Ρετσανιώτης;
- Αφού σου είπε ότι αισθάνεται ον του σύμπαντος.
- Βλέπεις; Η Θάλεια το’χει πιάσει απ’την αρχή! Τι ερώτηση είναι αυτή;
- Αν ήσουν δηλαδή κάτοικος Νέας Υόρκης…
- Δεν θα είχε καμία σημασία. Κι όσον αφορά τη δημιουργία έχουν περισσότερη σημασία τα εσωτερικά τοπία παρά ο εξωτερικός κόσμος.
- Όμως τα εσωτερικά τοπία δεν επηρεάζονται από το περιβάλλον;
- Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είσαι σ’ένα υπόγειο και να κάνεις εξαιρετικά πράγματα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι αυτό που εισπράττεις από το περιβάλλον μπορεί κάποια στιγμή να σου βγει. Πιστεύω ότι το να κάνεις τέχνη επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό, ίσως στο 90% από την παρατηρητικότητα. Μάλιστα όταν παρατηρείς και καταγράφεις κάτι που για τους άλλους είναι ανύπαρκτο ή ασήμαντο κι εσύ το αναδεικνύεις, τότε αυτό σχεδόν από μόνο του είναι ποίηση. Αν έχεις και το ταλέντο να το εκφράσεις καλύτερα… Αλλά κι από μόνο του αυτό, το ό,τι παρατηρείς αυτό που άλλοι το προσπερνάνε χωρίς να του δώσουν καμιά σημασία, είναι τέχνη.
- Λοιπόν μια τελευταία ερώτηση… έχεις γράψει ένα τραγούδι…
- Μόνο ένα;
- Κάποιο τραγούδι, τελοσπάντων, που λέει «ο νους μας είναι αληταριό κι όλο θα δραπετεύει». Θες να μας εξηγήσεις, πώς και γιατί το έγραψες;
- Καταρχήν για μένα είναι γραμμένο πέρα από πολιτικά ή άλλα τέτοια όρια. Νομίζω ότι ό,τι και να συμβεί, ό,τι και να μπει μπροστά μας αν το μυαλό δεν θέλει να υποταχτεί, δεν υποτάσσεται. Κι όσο για τις πολιτικές ταυτότητες και αυτά τα όρια, τα θεωρώ επίπλαστα. Ο καθένας είτε σοσιαλιστής, είτε κομμουνιστής είτε αναρχικός, όλοι βαδίζουν προς ένα κοινό τόπο, ο καθένας βέβαια από το δικό του δρόμο.
- Εντάξει να κάνω λοιπόν και μια τελευταία ερώτηση.
Πάλι;;; Αφού την τελευταία την έχεις κάνει εδώ και τόσες ώρες!!! Αντε μια τελευταία…
- Πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι κοινό στους ανθρώπους που τους συνδέει;
- Υπάρχει, υπάρχει. Ο καθένας μας νομίζει ότι είναι ανεξάρτητος τελείως από τον άλλο. Είμαστε όμως όπως τα νησιά, αν ρουφήξεις τη θάλασσα όλα συνδέονται από κάτω. Υπάρχει δηλαδή ένα κοινό υπόστρωμα που μας συνδέει όλους. Αυτό είναι το συλλογικό ασυνείδητο.

Ιστολόγιο φίλων ακροατών του Θανάση