Συνεντεύξεις

Εδώ μπορείτε να βρείτε αρκετές από τις συνεντεύξεις του Θανάση σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή...




Ραδιοφωνικές συνεντεύξεις:


Η εκπομπή της  Ελληνοφρένειας στις 27ης Ιανουαρίου 2012.




Φίλες και φίλοι τα σχόλια δικά σας...



Ραδιοφωνική συνέντευξη(2005)


Ο Θανάσης μιλάει για το ξεκίνημά του, την πορεία του, τα έργα του, τις πηγές έμπνευσής του και για πολλά άλλα.





Συνέντευξη του Θανάση στις 14-2-2011  στην εκπομπή του Λάζαρου Ασημίδη στον Ράδιο Ε 103 στις Σέρρες.


Μέρος 1ο



Μέρος 2ο




Μέρος 3ο





Αποσπάσματα απο μια συνέντευξη του Θ.Παπακωνσταντίνου 
στην Νετ 105,8  με τον δημοσιογραφο Γιώργο Τσάμπρα.

Μέρος 1ο






Μέρος 2ο






Μέρος 3ο






Μέρος 4ο





Μέρος 5ο



Έντυπες συνεντεύξεις:





"Γύρω στα τριάντα βίωσα τη ματαιότητα και την ανυπαρξία μου και περίπου για κάνα μήνα κυκλοφορούσα στον δρόμο σαν ανδρείκελο, δεν με άγγιζε τίποτα, μου φαίνονταν όλα χωρίς νόημα...."
 


Έρχεσαι σπάνια στην Αθήνα. Πώς σου φαίνεται εδώ, σε σύγκριση με το χωριό που μένεις;


Έχουμε πάρα πολλά θετικά εκεί που μένω. Και είναι επιλογή μου το να ζω δίπλα στο φυσικό περιβάλλον, απομονωμένος, μακριά από τον κόσμο. Έτσι μου αρέσει να ζω. Σε μικρή κοινωνία. Όπως μεγάλωσα.




Υπάρχει, πάντως, ένα ρεύμα επιστροφής στην επαρχία τον τελευταίο καιρό.


Κάπως, κάτι γίνεται. Και είναι θετικό. Γιατί ένα από τα στοιχεία που μας οδήγησαν στην κρίση είναι η πλεονεξία των τραπεζικών και του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η κρίση δεν έχει να κάνει με την πραγματική ουσία και τις ανάγκες του ανθρώπου. Τα πάντα στην οικονομία στηρίζονται στο κέρδος και όχι στον άνθρωπο. Αλλά από εκεί και πέρα για εμάς, εδώ στην Ελλάδα, παίζει ρόλο ότι δεν έχουμε παραγωγή και στηριζόμαστε κυρίως στην παροχή υπηρεσιών. Και τώρα πια, ποιοι θα παρέχουν υπηρεσίες και σε ποιους;




Έχεις πει ότι διαβάζεις Μπακούνιν, Μπούκτσιν και άλλους θεωρητικούς του αναρχισμού. Πόσο σε έχουν επηρεάσει ;

Διαβάζοντας κάποιες φιλοσοφίες, διαπίστωσα ότι ο αναρχισμός είναι από τις πιο ανθρωπιστικές, αυτή που είναι πιο κοντά στον άνθρωπο. Είναι η πιο ποιητική φιλοσοφία, γιατί αυτό που θέλει να πετύχει είναι πιο μεγάλο, πιο άπιαστο. Δεν χρειάζεται ν’ αλλάξει ποσοτικά η κατάσταση, αλλά θα πρέπει να αλλάξει και ο ίδιος ο άνθρωπος για να μπορέσει να προσαρμοστεί σε αυτές τις συνθήκες. Προσωπικά, δεν έχω ζήσει ποτέ αναρχικά. Είμαι μικροαστός στον τρόπο που ζω. Θέλει δύναμη για να το κάνεις αυτό. Όμως, από θεωρητική βάση, με θέλγει ο αναρχισμός. Σε πρακτική βάση, έχω ιδιοκτησία, έχω οικογένεια, παίζω και παίρνω χρήματα γι’ αυτό. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να γίνει. Σίγουρα νησίδες άμεσης δημοκρατίας υπήρχαν και θα υπάρχουν. Και τώρα και στο μέλλον. Αλλά, γενικά, είναι ωραίο που υπάρχει η ιδέα αυτή, ακόμα και ως ουτοπία. Πρόσφατα άκουσα έναν Αργεντίνο ποιητή που έλεγε ότι «η ουτοπία είναι όπως ο ορίζοντας. Προσπαθούμε να τον πλησιάσουμε, αλλά δεν τον φτάνουμε ποτέ. Και στο μεταξύ, τι έχουμε κάνει; Έχουμε προχωρήσει». Το ίδιο κάνει και η ουτοπία για όλους μας. Μπορεί να μην τη φτάνουμε ποτέ, αλλά μας παρακινεί να πάμε προς τα εκεί. Γιατί αν δεν έχεις στο μυαλό σου μία ουτοπία, δεν κάνεις τίποτα.




Mεγαλώνοντας, είχες μουσικές επιρροές από το σπίτι σου; Tι μουσική άκουγαν οι γονείς σου;

Οι γονείς μου, επειδή ήταν από χωριά ορεινά του Νομού Λαρίσης, άκουγαν δημοτικά τραγούδια. Και συνεχίζουν να ακούνε μέχρι και σήμερα. Το αυτί είναι πολύ δύσπιστο σως όργανο. Δεν μπορείς να το τουμπάρεις. Για παράδειγμα, τα διάφορα σκουπίδια που πλημμύρισαν την Αθήνα κατά περιόδους δεν τους άγγιξαν αυτούς τους ανθρώπους που είχαν την παράδοση μέσα τους. Αντιθέτως, το μάτι είναι μπουνταλάς. Πέφτει πολύ εύκολα στην παγίδα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ενώ στο μουσικό κομμάτι κρατήσανε αυτά τα σπουδαία πράγματα που ακούγανε, μπροστά στην τηλεόραση σαγηνεύτηκαν κι έχασαν την ύπαρξή τους. Οπότε, από εκεί είχα κάποια ακούσματα, ας πούμε.




Έβαζαν ραδιόφωνο ή τραγουδούσαν οι ίδιοι;

Τραγουδούσαν οι ίδιοι. Η μάνα μου στο αμπέλι δούλευε και τραγουδούσε, γιατί οι ώρες δεν περνούσαν εύκολα. Είχαν τη μουσική μέσα στη ζωή. Από την άλλη, ως πιτσιρικάς, άκουγα και στο ραδιόφωνο πολλή μουσική - όπου άκουσα επίσης και πολλή σαβούρα. Θυμάμαι πως σ’ ένα βιβλίο αγγλικών, στην τελευταία σελίδα, την άσπρη, είχα σημειώσει ποιοι ποδοσφαιριστές και ποιοι τραγουδιστές μου αρέσουν. Όταν το διάβασα, φρίκαρα. Έγραφα Bίκυ Λέανδρος, Olympians, Τόλης Βοσκόπουλος και κάτι τέτοια.




Και ποδοσφαιριστές;


A, ήμουν Ολυμπιακός εκείνη την περίοδο. Και μου άρεσαν παίχτες όπως ο Σιδέρης, ο Δεληκάρης, τέτοια. Πήρα και λίγο θάρρος από αυτό. Γιατί, τελικά, ό,τι ακούσματα και αν έχει κανείς από μικρός, όταν κάποια στιγμή στη ζωή του συναντήσει την πραγματική τέχνη, αν τη συναντήσει κι έχει την ευαισθησία και τις αισθήσεις να το αντιληφθεί, τότε δεν πρόκειται να το ξεχάσει. Έχει ένα μέτρο σύγκρισης για να ξεφύγει από τα σκουπίδια. Επίσης, η τέχνη έρχεται να στηρίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Από εξωτερικούς παράγοντες, από διάφορες μορφές εξουσίας που καταπιέζουν τον άνθρωπο, αλλά και από εσωτερικούς εχθρούς, όπως είναι η αίσθηση της ματαιότητας, το φθαρτό της ζωής. Έρχεται ν’ αναδείξει τα μυστήρια της ζωής. Οι πιο μεγάλες στιγμές της ζωής μας, η γέννηση, ο θάνατος, είναι μυστήρια. Η τέχνη μπορεί να μας στηρίξει στη μοναχικότητα που έχουμε ως ανθρώπινο είδος.




Δεν έχει, όμως, η τέχνη πολλά και διαφορετικά επίπεδα αντίληψης;

Θεωρώ ότι η τέχνη δεν είναι για κατανόηση. Για την κατανόηση έχουμε καλύτερα εργαλεία, όπως η επιστήμη. Η τέχνη είναι για να βιώνεις. Και μάλιστα, όσο μεγαλύτερο περιθώριο αφήνεις στον δέκτη να βάλει τον εαυτό του μέσα, τόσο πιο λυτρωτική είναι. Ας πούμε, η ορχηστρική μουσική, για μένα, είναι απέραντη. Σου αφήνει πολλά περιθώρια, ο οδηγός που σου δίνεται είναι ελάχιστος, είναι το βασικό συναίσθημα. Είναι μινόρε ματζόρε, κάτι τέτοιο, αλλά από κει και πέρα αφήνεσαι μόνος σου σε αυτήν τη θάλασσα. Βάζοντας λόγια στη μουσική, του δίνεις του άλλου ένα μονοπάτι. Εάν τα λόγια έχουν μέσα κάποια υπερρεαλιστικά στοιχεία και δεν είναι συγκεκριμένα, του αφήνεις μεγαλύτερα περιθώρια και αυτό είναι πιο σημαντικό.




Μίλησες πριν για ματαιότητα. Έχεις μια ροπή προς αυτήν...

Έχω μια σφραγίδα ματαιότητας μέσα μου, αλλά λιγότερο έντονη από παλιά. Πιστεύω οτι όσο πιο νωρίς βιώσεις την αίσθηση της ματαιότητας, τόσο πιο γρήγορα ωριμάζεις. Εγώ γύρω στα τριάντα βίωσα τη ματαιότητα και την ανυπαρξία μου και περίπου για κάνα μήνα κυκλοφορούσα στον δρόμο σαν ανδρείκελο, δεν με άγγιζε τίποτα, μου φαίνονταν όλα χωρίς νόημα, αλλά σιγά σιγά το ξεπέρασα, η καθημερινότητα με έβαλε πάλι στο λούκι. Μου άφησε κάτι καλό, όμως, όλο αυτό. Η σφραγίδα της ματαιότητας και του θανάτου με έκανε λιγότερο ξεροκέφαλο, έγινα λίγο πιο προσηνής με τους ανθρώπους.




Γιατί αποποιείσαι συνέχεια τη λέξη «έντεχνος»;

Καταρχάς, οι λέξεις φυλακίζουν. Όταν κάτι δεν μπορούμε να το χειριστούμε, του βάζουμε μια ταμπέλα και μετά το κλείνουμε σ’ ένα συρτάρι. Εγώ νομίζω πως τα τραγούδια που γράφω δεν μπορούν να μπουν σ’ ένα καλούπι, γιατί κάνω διάφορα. Με την καλή, ας πούμε, έννοια, δεν είμαι, γιατί δεν ξέρω μουσική, δεν έχω σπουδάσει τίποτα. Κι αν μεν για τον στίχο θα μπορούσε να πει κανείς ότι τόσα χρόνια στα θρανία έχω κάνει πρόοδο, στη μουσική είμαι τελείως πρωτόγονος. Όπως κάτσει.




Ναι, αλλά λένε ότι είσαι τρομερός τεχνίτης στο κούρδισμα των οργάνων.

Επειδή ποτέ δεν είχα την υπομονή και τη διάθεση να εξελιχθώ τεχνικά, έγινε καλός σε κάτι άλλο. Όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι που έχουν πρόβλημα με κάποια αίσθηση κι αναπτύσσουν τις υπόλοιπες για να καλύψουν την αδυναμία τους, έτσι κι εγώ. Επειδή δεν είχα την τεχνική κατάρτιση, βρήκα τον τρόπο, μέσα από τα κουρδίσματα, να εκφραστώ. Το κάθε κούρδισμα είναι ένα κλειδί που σου ανοίγει άλλη πόρτα στη μουσική. Και με το κάθε κούρδισμα δημιουργείται, με διαφορετικό τρόπο, ένα τραγούδι.




Όταν αισθάνεσαι αδύναμος, σε ποιο βιβλίο ή σε ποιον δίσκο επιστρέφεις για να πάρεις δύναμη;
Σε κανένα. Μόνο στον εαυτό μου επιστρέφω. Σίγουρα, η μουσική πολλές φορές με έχει βοηθήσει ώστε να μετατρέψει τη στιγμή και να την κάνει λίγο πιο υποφερτή. Περισσότερο, νομίζω, απ’ όλες τις μορφές της τέχνης. Σε μένα μπορώ να στηριχτώ, όμως, περισσότερο. Δεν έχω και το στήριγμα του Θεού, ας πούμε. Θεωρώ τυχερούς όσους έχουν νιώσει το θρησκευτικό αίσθημα και μπορούν να εναποθέτουν εκεί τις αγωνίες τους.




Εσύ δεν το έχεις νιώσει ποτέ;


Όχι, ποτέ, αλλά πιστεύω ότι, αν κάποια στιγμή το ένιωθα, δεν θα μιλούσα ποτέ γι’ αυτό και απορώ πώς υπάρχει αυτή η μισαλλοδοξία ανάμεσα σε ανθρώπους που πιστεύουν στην ύπαρξη κάποιου θεού σκέφτομαι ότι είναι τόσο καταλυτικό αυτό αν το νιώσεις, καταρχήν δεν μιλάς για αυτό και προφανώς και δεν αντιπαλεύεσαι άλλους. Αυτό το πράγμα, δηλαδή, που ο καθένας σκοτώνεται για τον δικό του τον θεό, μου φαίνεται αδιανόητο.




Εδώ σκοτώνονται για το ποδόσφαιρο…
Ακόμα χειρότερο είναι να σκοτώνονται γι’ αυτό. Αλλά είναι τα πρώτα πράγματα που μας έρχονται ως στηρίγματα στην πορεία μας για το χάος. Το ανθρώπινο είδος πορεύεται, κατά τη γνώμη μου, από χάος σε χάος. Λειτουργούν υπόγεια ο φόβος και ο τρόμος, κι έρχονται το ποδόσφαιρο, η θρησκεία και η μουσική για να σε βοηθήσουν, αλλά μόνο η μουσική είναι τίμια και αγνή.




Σε όλες τις συναυλίες σου γίνεται λαϊκό προσκύνημα. Πώς εξηγείς αυτό το φαινόμενο;

Εντάξει, μωρέ, δεν είναι έτσι. Οι ίδιοι και οι ίδιοι είναι. Γυρνάνε από μέρος σε μέρος. Πάντως, νιώθω τυχερός γιατί έχω πολλές ανεπάρκειες ως μουσικός. Η φωνή μου είναι χάλια και από σκηνική παρουσία μηδέν. Σαν κούτσουρο είμαι πάνω στη σκηνή. Λάθη; Eιδικά τώρα, με το YouTube, έχω καταστραφεί. Υπάρχουν διάφορα για γέλια και για κλάματα. Παρ’ όλα αυτά, τα τραγούδια μου παλεύουν απέναντι και σε μένα τον ίδιο για να υπάρξουν. Πιστεύω πως μόνα τους τραβάνε την πορεία τους. Εγώ είμαι βαρίδι. Ύστερα σκέφτομαι ότι είμαι και παλαιάς κοπής δημιουργός. Θα φανταζόσουν τον Βαμβακάρη να χοροπηδάει στη σκηνή; Και από την άλλη, νιώθω πως τα κομμάτια μου δεν είναι απόλυτα δικά μου, για να έχω τον εγωισμό του δημιουργού - με την έννοια ότι μπορεί να μου δόθηκε κάποιο χάρισμα και να συλλέγω από το συλλογικό ασυνείδητο κομματάκια τα οποία έχουν δημιουργηθεί απ’ όλη την πορεία του ανθρώπινου είδους. Γιατί το συλλογικό ασυνείδητο μάς ενώνει όλους, είναι το κοινό υπόβαθρο που έχουμε. Όπως τα νησιά, που φαίνονται ότι είναι μόνα τους, αλλά, αν κοιτάξεις τη θάλασσα από κάτω, έχουν κοινό υπόστρωμα, έτσι, κατά κάποιον τρόπο, κι εμείς συνδεόμαστε μεταξύ μας με το συλλογικό ασυνείδητο. Γι’ αυτό οι μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου είδους δεν χάνονται ποτέ. Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια μπορεί να συνέβη μια σημαντική στιγμή, ν’ αποθηκεύτηκε κάπου και στην πορεία ν’ αναβλύσει μέσα απ’ τον Θανάση ή κάποιον άλλον.




Εσύ αντλείς καθόλου αυτό το εκστατικό κλίμα που υπάρχει στο κοινό των συναυλιών σου; Φτάνεις κι εσύ σε κάποιου είδους έκσταση;

Παλιά, πίστευα πως ό,τι είναι να πάρω από τη μουσική το παίρνω τη στιγμή της γέννας. Είναι μία στιγμή που σχεδόν αγγίζω το απόλυτο. Για λίγο, στιγμιαία, φεύγω από την καθημερινότητα. Και αυτό έλεγα πως μου φτάνει. Αργότερα, όμως, παίζοντας, υπήρχαν στιγμές που ήταν εκστατικές. Και είπα πως μπορώ κι εδώ να εισπράξω ωραίες καταστάσεις. Και ένας λόγος που ξεκίνησα να το κάνω είναι και αυτός. Δεν είναι το οικονομικό, σας βεβαιώ. Είναι αυτή η αλληλεπίδραση με το κοινό, που όταν είναι να συμβεί, τη νιώθεις από πριν. Θυμάμαι μια φορά, στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, θα παίζαμε στην Αβδού, κι ενώ κατεβάζαμε τα όργανά μας στην πλατεία, νιώσαμε κάτι όλοι. Ότι κάτι θα συμβεί. Και ήρθαν τρεις χιλιάδες άνθρωποι να μας δουν, εκεί, σ’ ένα χωριό, σαράντα πέντε λεπτά μακριά απ’ το Ηράκλειο. Και έγινε ένα πράγμα μαγικό.




Τι είναι η έμπνευση; Ποια είναι τα συστατικά της;

Νομίζω ότι είναι κάτι ακαθόριστο. Αλλά δεν είναι μόνο η έμπνευση. Πολύ μεγάλο ρόλο στην τέχνη και τη δημιουργία παίζει η παρατηρητικότητα. Αν μπορέσεις ν’ αναδείξεις αυτό το κάτι, το ασήμαντο, όπου δεν σκαλώνει το βλέμμα κανενός, αυτό σχεδόν από μόνο του είναι τέχνη. Και με τη βοήθεια της έμπνευσης μπορείς να τα πας μια χαρά. Και αυτό το καταλαβαίνεις, ας πούμε, και από το γεγονός πως η μουσική είναι από τα σπάνια είδη όπου μπορεί να ευδοκιμήσει κι ένα παιδί που δεν έχει ζήσει πράγματα, δεν έχει ανάλογες παραστάσεις. Μπορεί να είναι πέντε χρόνων και να βγάζει εξαιρετικές μουσικές. Είναι ένα μυστήριο, μια φοβερή ανθρώπινη κατάσταση, ανεξήγητη, όπως η ίδια η ζωή.




Εσύ από πού αντλείς την έμπνευσή σου;

Μπορεί να εμπνευστώ από μεγάλα πράγματα, όπως το ζήτημα της ξενιτιάς ή οι επαναστάσεις, π.χ. η ισπανική επανάσταση του 1936 ή ο Φορτίνο Σαμάνο, ο Μεξικανός επαναστάτης που απεικονίζεται σε μια φωτογραφία να καπνίζει το τελευταίο του τσιγάρο πριν από το εκτελεστικό απόσπασμα. Μπορεί, όμως, και από κάτι ασήμαντο. Για παράδειγμα, έχω γράψει τραγούδι για το μολύβι που έχουν περασμένο στο αυτί τους οι μαραγκοί ή για τα γόνατα των παιδιών. Δεν έχει όριο η έμπνευση. Ας πούμε, ο τίτλος του τελευταίου μου δίσκου, «Ο ελάχιστος εαυτός», είναι εμπνευσμένος από ένα εκλαϊκευμένο άρθρο ενός νευροχειρουργου που είχα διαβάσει. Χωρίς να καταλάβω πολύ καλά τι εννοούσε, μου φάνηκε πολύ ποιητική ως φράση και πυροδότησε ένα μικρό παραλήρημα στίχων που έχω μέσα στο ένθετο και που με τη σειρά τους με οδήγησαν να γράψω μουσική. Ποτέ δεν ξέρεις από πού θα σου δωθεί η αφορμή για να γράψεις κάτι.




Τι έχεις να θυμάσαι από την περίοδο που δούλευες ως μηχανολόγος μηχανικός, και μάλιστα ως εργολάβος δημοσίων έργων;

Στο χώρο της εργολαβίας γινόντουσαν πολλά πράγματα που ήταν έξω από αυτό που περίμενα. Έξω από τον άνθρωπο. Πολλά χρήματα, απληστία, αμορφωσιά. Οι υπηρεσίες ήταν άθλιες. Ζητούσαν χρήματα, τα «έπαιρναν» από εργολάβους. Αλλά, εντάξει, είχε και τα θετικά του. Ήρθα σε επαφή με τεχνίτες, με ανθρώπους του μόχθου, κάτι που με βοήθησε να κρατηθώ αμόλυντος. Δεν έχω ούτε μία σκιά στην πορεία μου στη μουσική. Έκανα πάντα αυτό που ήθελα. Και έχω μια οικογένεια με δύο παιδιά. Πιστεύω πως και μόνο με τη μουσική να ασχολιόμουν, πάλι έτσι θα ήμουν.




Θα γινόσουν ποτέ μοναχός;
Κάποιος μου είπε κάποτε πως στα 60 μου θ’ αποσυρθώ από τη μουσική και θα απομονωθώ ακόμα περισσότερο. Και τώρα, βέβαια, ζω σ’ ένα χωριό, απομονωμένος από τους άλλους. Μου αρέσει η μοναχικότητα.




Γενικά νοσταλγείς; Eίσαι άνθρωπος της νοσταλγίας;

Nαι, πάρα πολύ. Έχω και ολόκληρο δίσκο για τη νοσταλγία. Ονόμασα τη νοσταλγία «Αγία». Πιστεύω ότι είναι το πιο συγκλονιστικό συναίσθημα που μπορούμε να βιώσουμε και απ’ όπου δεν ξεφεύγουμε, γιατί νοσταλγούμε κάτι που δεν πρόκειται να ξανάρθει. Αυτό είναι το αβάσταχτο αυτού του συναισθήματος. Και, κυρίως, η κορυφή είναι η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, απ’ την οποία δεν ξεφεύγει κανείς, κατά τη γνώμη μου, όσο άσχημα ή καλά να έχει περάσει.




Η εικόνα που νοσταλγείς πιο πολύ είναι αυτή;

Ναι, κατά βάση τα παιχνίδια. Μου είχαν δώσει μάλιστα κι ένα παρατσούκλι όταν ήμουν πιτσιρικάς. Με λέγανε «όργωμα», γιατί είχα συνέχεια τα μάτια κάτω και με την μπάλα τα έπαιρνα όλα μπροστά, όπως οργώνει η μηχανή, και τώρα, στην ηλικία που είμαι, με λένε «Θανασήνιο», ώσπου μου το άλλαξαν και αυτό, γιατί φαίνεται πως πιστεύουν ότι δεν παίζω καλά και με φωνάζουν πια «ανυπαρκτόπουλο».




Τι έχεις ονειρευτεί να κάνεις στο μέλλον;

Αν μπορέσω να ψήσω και τους μουσικούς μου, θέλω να πάρουμε ένα τρακτέρ και να γυρνάμε στα χωριά και να παίζουμε χωρίς χρήματα. Κάτι σαν κι αυτό που είχε κάνει ο Manu Chao μ’ ένα καράβι που πήγαινε σε διάφορα λιμάνια της Νότιας Αμερικής. Εμείς θα το κάνουμε με τρακτέρ.

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου στο περιοδικό Μετρονόμο:




«Να σκύψουμε την κεφάλα μας να αφουγκραστούμε το παρόν»


Η συνέντευξη του Θανάση Παπακωνσταντίνου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ (τ. 39, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2010)


Οι δημιουργίες του όρισαν το ελληνικό τραγούδι των δύο τελευταίων δεκαετιών. Από την «Αγία Νοσταλγία» μέχρι το «Σαμάνο», με βασική ενδιάμεση στάση τον κομβικό «Βραχνό Προφήτη», οικοδόμησε μία απόλυτα διακριτή αισθητική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που βασίστηκε στο λιτό, «έναστρο» ποιητικό λόγο και στη νεωτερική - αλλά με σαφείς αναφορές στην παράδοση - μουσική φόρμα. Παρά την ανάδειξή του σε κορυφαίο τραγουδοποιό της γενιάς του, συνεχίζει να σαστίζει στη σκηνή, μιλάει λίγο, και απαιτεί να του απευθύνεσαι στον ενικό. Αυτές τις μέρες, ετοιμάζεται να αναζητήσει δισκογραφικά τον «ελάχιστο εαυτό» του· φαίνεται ότι, ως δηλωμένος θαυμαστής του Φίλιπ Γκλας, ο μινιμαλισμός του ταιριάζει… Ο κύριος Θανάσης Παπακωνσταντίνου!
ηρ.οικ.






«Ελάχιστος εαυτός»· μπορείς να μου αποκρυπτογραφήσεις αυτό το «μετριόφρονα» τίτλο;


Οι ονομασίες που δίνω στους δίσκους, προσπαθώ να ταιριάζουν κατά έναν ασαφή και μη περιγράψιμο τρόπο με το ύφος του περιεχομένου (συνήθως είναι τίτλοι τραγουδιών ή φράσεις από στίχους), να είναι αναπάντεχοι και να ιντριγκάρουν τον υποψήφιο ακροατή. «Ελάχιστος εαυτός» είναι ένας όρος που χρησιμοποιούνε κάποιοι νευροεπιστήμονες για να εκφράσουν ένα από τα δύο φαντάσματα που αποτελούν αυτό που ονομάζουμε «εγώ», «εαυτός», «συνείδηση» κλπ. Το άλλο φάντασμα είναι ο «εκτεταμένος εαυτός» αλλά ηχεί λιγότερο ποιητικός, γι’ αυτό και δεν τον χρησιμοποίησα. Παράβλεψα βέβαια με την επιλογή μου αυτή την ευκολία με την οποία μπορεί να υποστώ τη χλεύη του στυλ: «Ο ελάχιστος εαυτός με τις ελάχιστες πωλήσεις».


Πάντως, οι θαυμαστές σου τον περιμένουν το δίσκο εδώ και αρκετούς μήνες… Υπήρξαν τυχόν απρόοπτα, ή απλά διδάσκεις την αρετή της υπομονής;

Δεν χρειάζονται βιασύνες γι’ αυτά τα πράγματα. Μας κυνηγάει κανείς; Ο χρόνος δεν πιάνεται γιατί μάλλον δεν υπάρχει.


Άκουσα ότι ο δίσκος δεν θα κυκλοφορήσει από τη «Λύρα». Ασυμφωνία χαρακτήρων, ή ανάγκη εξερεύνησης νέων διαδρομών;

Το ζήτημα ήταν καθαρά οικονομικό.


Επίσης, είναι γνωστό ότι ετοιμάζετε και έναν δίσκο με τον Γιάννη Χαρούλη. Μπορείς να με κατατοπίσεις σχετικά;

Σιγά-σιγά παίρνει τη σειρά του. Το υλικό υπάρχει και είμαστε στη διαδικασία επιλογής των συνεργατών.


Παραμένω στον καινούργιο δίσκο. Γιατί ο Καρούζος;


Είναι από τους ποιητές που μου ταιριάζουν. Αλλά για να αποφύγουμε παρανοήσεις, μιλάμε για μία φράση του: «είμαι παντέρημος, όπως ο φέγγαρος ψηλά, ψηλά», ενταγμένη σε ένα τετράλεπτο ορχηστρικό κομμάτι.


Η ενασχόληση με πιο πειραματικές διαδρομές, όπως εκφράστηκε με τη «Βροχή από κάτω», θα έχει συνέχεια; Μήπως το κοινό και μια κάποια προσκόλλησή του στο γνωστό, στο οικείο, λειτουργεί ανασταλτικά για κάτι τέτοιο;

Στο νέο δίσκο υπάρχουν κάποια κομμάτια που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κοντά στο κλίμα της «Βροχής από κάτω». Μάλιστα το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι είναι το πιό αγαπημένο μου, κυρίως γιατί είναι ανοίκειο και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα «παράξενη», που με τη σειρά της μπορεί να δημιουργήσει στον ακροατή καινούργια, αβίωτα συναισθήματα. Σαν ακροατής, κυρίως αυτό αποζητάω από τη μουσική, να μου φανερώσει νέα συναισθηματικά πεδία. Όσο για τον κόσμο και αν λειτουργεί ανασταλτικά, σου λέω πως όχι. Με εκφράζει απόλυτα η ρήση του Μπουνιουέλ: «Είναι ανήθικο, στην τέχνη, να σκέφτεσαι τις επιπτώσεις».


Η είσοδός σου στο τραγούδι σημαδεύτηκε από την παρουσία του Χατζιδάκι (Αγώνες Κέρκυρας) και του Λοΐζου (ο δίσκος που δεν έγινε ποτέ). Τους σκέφτεσαι αυτούς τους δύο πότε-πότε; Σου λείπουν; Μας λείπουν;


Συνήθως μας λείπουν οι άνθρωποι - και τα άλλα όντα - όταν έχουμε συναναστραφεί μαζί τους. Τον Χατζιδάκι τον γνώρισα στιγμιαία ενώ με το Λοΐζο βρεθήκαμε αρκετές φορές κι έτσι αναπτύχθηκε μια αλληλοεκτίμηση που κεντρίζει περισσότερο τη μνήμη.
Αν η ερώτηση πάει προς την καλλιτεχνική απώλεια, έχω να πω πως αυτά που λέγονται για πνευματικούς ανθρώπους όταν φεύγουν, ότι δηλαδή αφήνουν δυσαναπλήρωτο κενό και άλλες τέτοιες τυπικότητες, εμένα μου ακούγονται κούφια λόγια. Το πνεύμα υπάρχει πάντοτε και παντού. Οι παρελθοντολάγνοι ή φοβούνται να μεγαλώσουν, ή έχουν παραιτηθεί απ’ τη ζωή. Ας σκύψουν την κεφάλα τους να αφουγκραστούν το παρόν.


Να επιμείνω λίγο στο παρελθόν; «Μαύρος γάτος», «Λεγεωνάριος»… Τι κρατάς από τη δεκαετία του ’80;


Δεν μπορώ να τεμαχίσω τη ζωή σε δεκαετίες, είναι μια συνεχής διαδικασία. Για τα συγκεκριμένα στιχάκια, πάντως, τώρα νοιώθω μια δυσφορία, δεν έχουν την εσωτερικότητα που θα ήθελα αλλά τότε που τα έγραψα προφανώς με αντιπροσώπευαν. Ευτυχώς δεν κυκλοφόρησαν πολλά εκείνης της εποχής.


Αργότερα, αναφέρθηκες στη «συστατική επιστολή» που σου έδωσε ο Νίκος Παπάζογλου με την παραγωγή της «Αγίας Νοσταλγίας». Μαζί με την επιστολή, σου παρέδωσε και την ανάγκη να περάσεις τη σκυτάλη στους επόμενους, όπως π.χ. με τη συνεργασία με τους Night on Earth;

Ναι, το θεωρώ σαν υποχρέωση να διευκολύνω, στο βαθμό που μου αναλογεί, προσπάθειες που νομίζω ότι αξίζουν να καταγραφούν. Ελπίζω να το κάνω και στο μέλλον, παρ’ ότι οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές.


Ενδεικτικά, ολοένα και περισσότεροι συνάδελφοί σου επιλέγουν τη διάθεση των καινούργιων έργων τους μέσα από τις εφημερίδες ή το διαδίκτυο. Ζούμε τελικά το τέλος της δισκογραφίας;

Επειδή τα πράγματα αλλάζουν πιά με γεωμετρική πρόοδο κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι μας ξημερώνει. Αλλά δεν είναι και για πανικό. Όσο υπάρχει έμπνευση και καλή υγεία, τα τραγουδάκια θα βρίσκουν τον τρόπο τους να ταξιδεύουν.


Πολύς λόγος γίνεται για την αγγλόφωνη σκηνή. Πώς βλέπεις περιπτώσεις όπως αυτή της Μόνικας, του Λόλεκ; Μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για το ελληνικό τραγούδι, ή μήπως έχουν υπερεκτιμηθεί από ένα ιδιότυπο, "εναλλακτικό" star-system;

Δεν το βλέπω στενά και εθνικιστικά. Στα μάτια μου η μουσική είναι η προσευχή του ανθρώπινου είδους στην πορεία του προς το άγνωστο. Δεν θα σταθώ στο αν στη χώρα που ζω υπάρχει μια δυστοκία αυτή την εποχή. Άσε που δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα για να ψάχνουμε για διέξοδο. Γίνονται και θα γίνονται ωραία πράγματα. Μη σας ξεγελάει που δεν έχουν την πλατιά λαϊκότητα των παλιότερων. Όσα διατηρήσουν τη φρεσκάδα τους και μετά από εκατό - λέμε τώρα - χρόνια θα είναι άξια, ακόμα κι αν τα προσέξανε μια χούφτα άνθρωποι.


Πολλά από τα ενδιαφέροντα που γίνονται όντως τα συναντάμε στην αγγλόφωνη σκηνή. Αυτό συμβαίνει γιατί οι καλλιτέχνες αυτής της σκηνής συνήθως, ξέροντας καλά αγγλικά, ακούνε πολλά απο όσα γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο στο χώρο της μουσικής - έστω στο αγγλόφωνο κομμάτι της. Έτσι «ανοίγει» το μυαλό τους και με τη βοήθεια του ταλέντου μπορούν να προκόψουν. Ελλοχεύουν όμως και κάποια μειονεκτήματα. Πίσω από τη χρήση του αγγλικού στίχου μπορεί να κρύβουν κάποιοι την στιχουργική τους ανεπάρκεια, κάτι που θα φαινόταν αμέσως στην ελληνική γλώσσα. Επίσης, επηρεασμένοι από τους ξένους καλλιτέχνες που θαυμάζουν, αρκετοί υιοθετούν το γνωστό στυλάκι του ροκ σταρ και αργούν να βρουν τον προσωπικό τους αυθεντικό δρόμο. Και το κυριότερο, η μη χρήση της ελληνικής γλώσσας αφήνει έξω από το παιχνίδι το μεγαλύτερο μέρος των εν δυνάμει ακροατών.


Ένα μεγάλο μέρος του κοινού είναι συνηθισμένο στο να κρίνει καλλιτέχνες βάσει της ζωής και του χαρακτήρα τους, και όχι βάσει του έργου. Όταν βγήκε ο «Σαμάνος», άκουγα συχνά ότι «ο Σαββόπουλος είναι έτσι… έκανε αυτό… είπε εκείνο…». Τελικά, με ποια κριτήρια πρέπει να κρίνεται ένας καλλιτέχνης;

Είναι μια μεγάλη και ατέρμονη συζήτηση. Η άποψή μου είναι ότι κατά την αυθεντική στιγμή της γέννησης ενός έργου, ο δημιουργός γίνεται κάτι άλλο, ξεφεύγει από την καθημερινότητά του, από το είναι του και προσεγγίζει το άπειρο. Η στιγμή δηλαδή της δημιουργίας δεν είναι αντιπροσωπευτική του χαρακτήρα, του ήθους του καλλιτέχνη, αλλά απλώς εκείνη τη στιγμή ο τυχερός παίρνει μια μυτιά Απόλυτου. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί γιατί, ενώ η τέχνη είναι παρηγορητική, ο ποιών μπορεί να είναι στραβός και -εξ αυτού - ο κόσμος απαρηγόρητος. Βέβαια, είναι ωραίο και λυτρωτικό όταν συναντάς έναν δημιουργό που ο ανθρωπισμός και η στοχαστικότητά του συμβαδίζει με την παρηγοριά που πηγάζει από το έργο του. Δεν συμβαίνει συχνά αλλά δεν τρέχει και τίποτα. Έχω πειστεί ότι όσο πιο σημαντικό είναι το έργο, τόσο λιγότερη σημασία έχει ο δημιουργός του. Εξάλλου, τον χαρακτήρα του - αν είναι κακός - θα τον υποστούν πέντε-δέκα άνθρωποι ενώ το έργο του -αν έχει αξία - θα ευφραίνει πολλές ψυχές, εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.


Θεωρώ τον «Σαμάνο» ως το πιο παρεξηγημένο και περισσότερο υποτιμημένο δίσκο σου. Συμφωνείς; Αν ναι, γιατί συνέβη αυτό;


Έχω την εντύπωση ότι φορτώθηκε τα βάρη της αρνητικότητας που δείχνουν κάποιοι προς τον Διονύση αλλά και τη δυσφορία τους για το ότι δεν μπαίνω σε καλούπια. Πιστεύω πια ότι έχει να κάνει μ’ αυτούς τους εξωγενείς παράγοντες κι όχι με την ποιότητα της μουσικής και των στίχων. Σίγουρα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν έχω παίξει αρκετά από τα τραγούδια του δίσκου στις ζωντανές εμφανίσεις, κάτι που θα επανορθώσω, αρχής γενομένης από τον φετινό χειμώνα.


Σε εκείνον το δίσκο, μίλησες για ήρωες όπως ο Τσε Γκεβάρα και ο Φορτίνο Σαμάνο σε μια εποχή εντελώς αντι-ηρωική. Ποιες είναι οι φιγούρες της δικής σου μυθολογίας;


Δεν πιστεύω σε ήρωες που η θύμισή τους συρρικνώνει την αυτοπεποίθηση του καθημερινού ανθρώπου και τον καθιστά ανίκανο να αντιδράσει. Δεν είχα ποτέ ήρωες παρά μόνο μια φωτογενή απελπισία. Και στα δύο κομμάτια πάντως που αναφέρεις, κυρίως την αντι-ηρωική πλευρά περιγράφω. Στο «Σαμάνο», στην πρώτη στροφή, βάζω τον Φορτίνο τη στιγμή της εκτέλεσής του να σκέφτεται όμορφες γυναίκες, ενώ στο «Ραμόν» ο σκοτωμένος αντάρτης βλέποντας την ομορφιά της ανοιξιάτικης γης-που δεν μπορεί να τη χαρεί πια - κλωτσάει με θυμό την καρδάρα και χύνει το γάλα. Ωχ! Τώρα το σκέφτηκα: ομορφιά εναντίον ιδεολογίας και στα δύο…


Ή και ομορφιά μαζί με ιδεολογία… Ο ιστορικός του μέλλοντος, πώς πιστεύεις ότι θα συμπυκνώσει τη συμβολή σου στο ελληνικό τραγούδι; Τι κόμισες σε αυτό;

Με συγχωρείς, Ηρακλή, αλλά είναι ερώτηση αυτή; Μπορεί κανείς μες στην άψη της δημιουργικότητας ή ακόμα και στην αγρανάπαυσή του να κάνει απολογισμό; Μόνο οι ανόητοι θα το αποτολμούσαν.


ΟΚ, το καταλαβαίνω. Πάντως, έχεις ως γνωστόν αποποιηθεί τον τίτλο του «έντεχνου τραγουδοποιού». Γιατί; Τι σου φέρνει στο νου αυτός ο όρος;

Το ζήτημα είναι ιδεολογικό. Δεν δέχομαι να με φυλακίζουν με τις λέξεις, να με καθορίζουν για να μπορούν να με χειριστούν.


Μία χαρακτηριστική συνιστώσα του έργου σου υπήρξε το πάντρεμα της παράδοσης με νεωτερικές μουσικές φόρμες. Πώς αντιλαμβάνεσαι την παράδοση;

Αυτή η μίξη έγινε άδολα και αβίαστα, χωρίς σκέψη και χωρίς ακαδημαϊσμό. Είμαι παιδί της υπαίθρου, στεριανό ψωράλογο. Ακόμα και η προφορά μου είναι στιγματισμένη από την καρακαμπίλα της Θεσσαλίας. Και ευτυχώς που οι δικοί μου τραγουδούσανε δημοτικά στο σπίτι και στην εργασία - ναι, υπήρχαν κάποτε κάποιοι που τραγουδούσαν χωρίς λόγο - κι έτσι είχα ένα μέτρο σύγκρισης, ένα αντίβαρο στην παιδική κρίσιμη ηλικία, όταν από την άλλη μεριά, από τα ραδιόφωνα - γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος - δεχόμουνα τη χουντική ελαφροσκατίλα. Το έχω πει πολλές φορές, ας το πω ακόμα μια. Η παράδοση, και στη μουσική και στο στίχο, είναι όμορφη, λιτή, κοφτερή, αδιάλλακτη, περιπαικτική, τρομώδης, καίρια όπως η λάμα ενός μαχαιριού.


Ζεις, αν δεν κάνω λάθος, στον Τύρναβο, μακριά από τη μεγαλούπολη. Ποιες παραστάσεις σου έδωσε η παραμονή στην ελληνική επαρχία; Χρωστάμε σε αυτήν, άραγε, ένα κομμάτι του έργου σου;


Στον Τύρναβο έζησα μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο. Αργότερα στη Λάρισα και τα τελευταία χρόνια σε ένα μικρό χωριό στις παρυφές του Κισσάβου. Σίγουρα, πολλά από τα βιώματά μας περνάνε σε ότι κάνουμε αλλά, ειδικά στις «αφηρημένες» τέχνες, μεγαλύτερη τράπεζα πληροφοριών είναι το συλλογικό ασυνείδητο.


Τα τραγούδια σου έχουν ένα κινηματογραφικό άρωμα, μία πολλαπλότητα εικόνων και αφηγήσεων. Τελικά η σκηνοθεσία σου έμεινε κουσούρι; Ποιες ταινίες αγάπησες;

Φαίνεσαι διαβασμένος Ηρακλή. Οι πρώτες ταινίες που μου έρχονται στο νου είναι: Ο κλέφτης των ποδηλάτων, Το χάος, Αντρέι Ρουμπλιόφ, Ο νευρικός εραστής, Ο καιρός των τσιγγάνων, Il postino, Αλήθειες και Ψέματα, Ερωτική επιθυμία, Γόμμορα, Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο, Άσε το κακό να μπει. Άντε, φτάνει.


Έχεις δηλώσει ότι μαθήτευσες, ανάμεσα στα άλλα, στο έργο του Μάρει Μπούκτσιν και των κλασικών του αναρχισμού. Ενδεικτικά, στο «Σαν Μικέλε» αναφέρεσαι στον Μπακούνιν. Τι κρατάς από το πέρασμά σου από τον αναρχισμό;

Μάλλον εδώ ισχύει το λαρισαίικο «πέρασα και δεν ακούμπ’σα». Δεν είχα το σθένος να ακολουθήσω στην πράξη τις αρχές του αναρχισμού. Δεν ήμουνα ποτέ οργανωμένος. Είμαι μοναχικό άτομο με ερεβώδεις σκέψεις, ανίκανος να γλυκαθώ από το νέκταρ της συντροφικότητας. Έχω, νομίζω, μια αίσθηση δικαίου που με ψιλοκατευθύνει αλλά κατά τα άλλα βαδίζω στο περίπου, δεν έχω στέρεες ιδεολογικές βάσεις να με στηρίζουν. Αμφιταλαντεύομαι. Αναγνωρίζω ότι ο αναρχισμός είναι η ιδεολογία εκείνη που θέλει να προστατέψει, περισσότερο από κάθε άλλη, την ανθρώπινη - και όχι μόνο - αξιοπρέπεια. Αλλά δεν είναι η μόνη. Υπάρχουν κι άλλοι που παλεύουν για μια καλύτερη ζωή, για την ανέλιξη του ανθρώπου σε ψηλότερα επίπεδα πνευματικότητας, στοχασμού και απόλαυσης χωρίς να είναι αναρχικοί. Τελευταία έχει πέσει πολύ μισαλλοδοξία ακόμα και σ’ αυτόν το χώρο, το τελευταίο οχυρό της ελεύθερης σκέψης. Και με ζορίζει, αφού στα μάτια μου, η φιλοσοφία του αναρχισμού είναι ποίηση που βγήκε από το δρόμο της.


Υπάρχει περίπτωση να πραγματωθεί το «χαμένο όνειρο του ναύτη της Κροστάνδης», όπως λέει ένας στίχος σου από το «ποιος θα με θυμάται»; Τελικά, τι πήγε στραβά με το όραμα του σοσιαλισμού και της ανθρώπινης χειραφέτησης; Και ποια η συνέχεια;

Η περίπτωση της Κροστάνδης είναι χαρακτηριστικό δείγμα μισαλλοδοξίας από την πλευρά των Μπολσεβίκων αλλά και απόδειξη - άλλη μια - ότι η εξουσία φθείρει, ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα αλλά τα μέσα πρέπει να αντικαθρεφτίζουν αυτό που θέλεις να πετύχεις. Πώς να φτάσεις στην ανθρώπινη χειραφέτηση, όταν ο μηχανισμός που σε καθοδηγεί - ακόμα και με τις αγαθότερες των προθέσεων - είναι συγκεντρωτικός, καταπιεστικός και σε διαπλάθει έτσι ώστε να είσαι άβουλο όν χωρίς κρίση; Οι ναύτες της Κροστάνδης συμμετείχαν στον κοινό αγώνα κατά του Τσάρου αλλά μετά, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν μια μορφή άμεσης δημοκρατίας που είχαν φτιάξει, ήρθαν σε σύγκρουση με τους μπολσεβίκους που είχαν την κεντρική εξουσία. Αποτέλεσμα, η εξολόθρευσή τους από τους πρώην συντρόφους. Να θυμηθούμε και την Ισπανία του ’36; Όσο για το ποιά θα είναι η συνέχεια, δεν μπορώ να το ξέρω. Ποιά θα ήθελα να είναι, το ξέρω: Η αμεσοδημοκρατία, το χαμένο όνειρο του ναύτη της Κροστάνδης.


«όσες κι αν χτίζουν φυλακές / και αν ο κλοιός στενεύει / ο νους μας είναι αληταριό / που όλο θα δραπετεύει»· ένας στίχος που έχει σημαδέψει το έργο σου. Επαρκεί σήμερα η δραπέτευση του νου για να βγούμε από τις φυλακές του ΔΝΤ και της εκμετάλλευσης;

Δεν εννοώ να ξεφεύγεις από τα προβλήματα μέσα από τη φαντασίωση ή την τρέλα αλλά να δείχνεις στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου ότι δεν υποτάσσεσαι.


Και κάτι «ελαφρύ» για το τέλος. Το «κερασάκι στην πάστα», η ΑΕΛ δηλαδή, απέκτησε καινούργιο γήπεδο. Θα αγοράσεις εισιτήριο διαρκείας, ή απέχεις γενικώς από τα γήπεδα;


Πάντα μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο. Να παρακολουθώ, πολύ πιο λίγο. Και, αν εξαιρέσουμε την παιδική ηλικία, δεν ήμουν ποτέ οπαδός. Το να είσαι οπαδός, σε μεγαλύτερη ηλικία, είναι μιά καθαρά αντιδραστική στάση γιατί σημαίνει ότι θα υποστηρίξεις την ομάδα σου ακόμα κι όταν δεν έχει το δίκιο με το μέρος της. Σε αντίθεση με τη σπουδαία πνευματική στάση όσων αγωνίζονται για να μην αδικούνται οι άλλοι. Και καταλήγω με αυτό που δήλωσε ο Γκορ Βιντάλ: «Η νίκη δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, γιατί σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να χάσει».














Πέμπτη, 22 Ιανουάριος 2009 05:00 Μαθιός Φρατζεσκάκης
Συνέντευξη Θανάσης Παπακωνσταντίνου



Δεν νομίζω ότι στον τομέα της έμπνευσης παίζει τόσο ρόλο το εξωτερικό περιβάλλον όσο το εσωτερικό, αυτό που έχεις μέσα σου.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου, συνθέτης

Συνέντευξη – παρουσίαση: Αντώνης Περιβολάκης
Επιμέλεια: Ματθαίος Φραντζεσκάκης

Το καλοκαίρι Ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έπαιξαν και στα Χανιά, στα πλαίσια της θερινής συναυλιακής περιοδείας τους. Με τον Θανάση, παλιό γνώριμο της "Πυξίδας", είχαμε μια συζήτηση και σας παρουσιάζουμε εδώ ένα μέρος της. Αμέσως μετά παρουσιάζουμε τον δίσκο "Σαμάνος" που είναι και η τελευταία δισκογραφική δουλειά του ενώ προχωράμε και στην παρουσίαση της πρώτης δικής του παραγωγής στην οποία δεν είναι ο ίδιος μέσα. Πρόκειται για τους - επίσης γνώριμους στην "Πυξίδα" -Night On Earthκαι την δουλειά τους "Second Hand"



Θανάση, να μας πεις πρώτα για τη συνεργασία σας με τον Διονύση που λειτούργησε σε δύο επίπεδα. Το ένα ήταν οι συναυλίες σας το χειμώνα στην Αθήνα και που συνεχίστηκαν με καλοκαιρινή περιοδεία, και το δεύτερο επίπεδο η δημιουργία αυτού του δίσκου, του "Σαμάνου". Θέλω να μιλήσουμε και για τη θεματική του δίσκου και για την συνεργασία αυτή καθ΄ αυτή.

Η συνεργασία μας ξεκίνησε ως δισκογραφική. Απευθύνθηκα στο Διονύση να τραγουδήσει τα τραγούδια, τα τραγούδια μου υπήρχανε, δεν έγιναν ειδικά για τον Σαββόπουλο. Προσπάθησα να βρω

εκείνα που του ταίριαζαν περισσότερο. Γιατί μου ήρθε αυτή η σκέψη; Μου καρφώθηκε ως ιδέα και χωρίς να το επεξεργαστώ, τη βλέπω και λίγο σαν παιχνίδι, αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο η συνολική εκτίμηση που έχω στο έργο του αλλά και στον τρόπο ερμηνείας του.

Μιλώντας όμως για τη δουλειά του Σαββόπουλου θα λέγαμε ότι όλο του το έργο είναι μια ποιητική κριτική. Ενώ εσένα η θεματική σου είναι άλλη.

Ναι αλλά έχουμε και κάποια κοινά στοιχεία. Για παράδειγμα δεν είμαστε ούτε εγώ ούτε αυτός πληθωρικοί σε καλολογικά στοιχεία. Είναι καθαρός σε αυτά που περιγράφει. Επίσης, συνολικά αν τον δούμε, το κάθε τραγούδι του έχει έναν δικό του κόσμο, δεν επαναλαμβάνεται. Τα τραγούδια του είναι, και αυτού, ξεχωριστές μονάδες. Είναι πολύ δύσκολο να φτιάχνεις τραγούδια και το καθένα να έχει το δικό του σύμπαν. Οι περισσότεροι επαναλαμβάνουν τη θεματική τους. Έχουμε λοιπόν τις διαφορές μας…

Ο Διονύσης είναι και πιο εγκεφαλικός

Ναι και μάλιστα είναι και πιο επίκαιρος στα τραγούδια του.

Εν αντιθέσει με σένα που έχεις μια θεματολογία πιο διαχρονική, πιο υπερκόσμια, πιο άφυλη

Ναι περιγράφω πιο άφυλα συναισθήματα, χωρίς να το επιδιώκω διανοητικά. Εγώ νομίζω πως ο πυρήνας του ανθρώπου δεν είναι το φύλο γιατί άμα το ανοίξεις κι αυτό, σαν ανοίγεις τα φύλλα ενός κρεμμυδιού, το φύλο δεν είναι το τελευταίο που συναντάς. Δηλαδή, αυτά που βιώνει κανείς σαν όν και όχι σαν άντρας ή σαν γυναίκα, είναι ακόμα πιο βαθιά τραβηγμένα. Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον δεν έχω και πολλά ερωτικά τραγούδια. Για να επανέλθουμε όμως στο θέμα, εγώ είχα την άποψη να ξεκινήσουμε δισκογραφικά, όμως ο Διονύσης πίστευε ότι πρέπει πρώτα να δοκιμαστούν τα τραγούδια στο κοινό για να έρθουν αυτά εκεί που πρέπει. Ακολουθήσαμε κάτι ενδιάμεσο, ξεκινήσαμε κάτι στην αρχή με ηχογραφήσεις, σταματήσαμε, κάναμε τις ζωντανές εμφανίσεις και μετά επανήλθαμε και συνεχίσαμε και το καλοκαίρι. Δεν μπορώ ακόμα ούτε καν το δισκογραφικό μέρος της συνεργασίας να κρίνω, διότι όπως και σε κάθε δισκογραφική δουλειά που απαιτεί ένα μεγάλο διάστημα προβών, ηχογραφήσεων μίξεων κλπ, χάνεις τη γενική αίσθηση γιατί μπαίνεις πολύ μέσα και δεν καταλαβαίνεις πια τι γίνεται. Έτσι δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να κρίνω το δισκογραφικό μέρος της συνεργασίας, θα μπορέσω μετά από 2-3 χρόνια, τότε θα τα ακούσω με άλλο αυτί.

Τι κερδίσατε οι δυο σας από αυτή τη συνεργασία; - και δεν εννοώ οικονομικά…

Δεν γίνονται αυτές οι συνεργασίες στη λογική του κέρδους, γίνεται για να υπηρετήσεις την τέχνη. Περισσότερο από μια ιδέα που είχα και από μια λαχτάρα να υπάρξει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που θα μου αρέσει και δεν θα ντρέπομαι γι΄ αυτό. Τώρα μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος αλλά και πάλι, δεν έχω καταλήξει, έχω χάσει λίγο τη μπάλα.

Μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι ο ήχος στον "Σαμάνο" είναι λίγο πιο λουστρινάτος, πιο τυποποιημένος σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές σου, κυρίως τις πρώτες που αναδείκνυαν έναν πιο πρωτόγονο ήχο, είναι έτσι;

Κοίταξε, ο ήχος είναι πιο ωραίος, τον προσέξαμε ιδιαιτέρως, πήγε στην Αμερική σε έναν τύπο εξειδικευμένο που έκανε το mastering, ανέδειξε τις συχνότητες, όλα αυτά... Δεν σημαίνει ότι είναι τυποποιημένος. Πιθανώς να σου δημιουργεί αυτήν την εντύπωση η ερμηνεία του Διονύση. Είναι μια φωνή που έχει ακουστεί, είναι οικεία, δεν έχει τη δική μου φωνή του "αγροίκου". Μάλιστα σε αυτόν το δίσκο αυτοσχεδιάσαμε πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες δουλειές όπως για παράδειγμα της "Αγρύπνιας".

Όσον αφορά το τυπικό κομμάτι της συνεργασίας σας, αυτή θα συνεχιστεί;

Όχι, με το τέλος του καλοκαιριού, θα τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Νομίζω ότι ήτανε μια εμπειρία και για τους δυο. Πάντοτε, όταν υπάρχει μια συνεργασία, ο καθένας κάτι ανακαλύπτει, κάτι αφήνει από αυτό που ήτανε. Δε μπορεί δηλαδή, μια συνεργασία να μην αφήνει και κάποιο συμβιβασμό σε σχέση με αυτό που έκανες, αλλά πάντα παίρνεις καινούρια πράγματα.

Και τι γίνεται τώρα με άλλες συνεργασίες;

Έχω στο μυαλό μου διάφορα πράγματα. Με τον Γιάννη Χαρούλη κατ΄ αρχήν που "έχουμε ανοίξει τον τραχανά", ξεκινάμε γύρω στον Νοέμβρη τις ηχογραφήσεις… είναι πολλά όμως και όλα τα υπόλοιπα που σκέφτομαι να κάνω. Να έχουμε υγεία, που είναι το βασικότερο, υγεία, καλή διάθεση και έμπνευση. Πάντως, σχεδόν έχω πει να μην κάνω τίποτα τους χειμώνες, εκτός αν κάτσει κάτι έκτακτο, καμιά αυτοδιοργάνωση, να παίξω σε κάποιο χώρο που να μην έχει σερβιτόρους, να μην έχει φιστίκια, να ξεφύγω απ΄ όλα αυτά τα πράγματα. Αν βρω κάποιο τέτοιο χώρο, κάτι μπορεί να κάνω χειμωνιάτικα.

Θανάση, σε έχει βοηθήσει που τα τελευταία 2-3 χρόνια απομακρύνθηκες από την πόλη της Λάρισας και μένεις στο Μεταξοχώρι;


Με έχει βοηθήσει, σαν άνθρωπο, μόνο.

Δεν σε έχει βοηθήσει στο επίπεδο της έμπνευσης;

Δεν νομίζω ότι στον τομέα της έμπνευσης παίζει τόσο ρόλο το εξωτερικό περιβάλλον όσο το εσωτερικό, αυτό που έχεις μέσα σου. Δεν σημαίνει πως αν πας σε ένα χώρο ειδυλλιακό θα σου κατεβούν ιδέες. Μπορεί να μην σου έρθει απολύτως τίποτα. Από την άλλη μπορεί να είσαι στο κελί της φυλακής και να βγάζεις τα άπειρα πράγματα. Είναι ανεξιχνίαστος ο τρόπος που συμβαίνουν αυτά. … και καλά κάνουν κιόλας…

Αποτιμώντας τη σχέση σου με την οικογένεια, είναι μεγάλη η θυσία της μουσικής, έτσι; Στο τραγούδι "Αυτό" που μιλάει για τη κινητήρια δύναμη της έμπνευσης, και στο στίχο "αυτό που δεν ξέρεις ούτε εσύ που μ΄ αγάπησες…" θέλεις να υπονοήσεις κάτι γι΄ αυτό το θέμα;
Κοίταξε, πραγματικά πιστεύω πως ο δημιουργός πρέπει να είναι μοναχόλυκος, να μην κάνει οικογένεια. Όχι τόσο για τον ίδιο όσο για τους άλλους. Επειδή τα βάρη που κανονικά, μοιράζεσαι στα ίσα με τον σύντροφό σου όταν κάνεις οικογένεια, δεν έχουν ισομερή κατανομή, όταν, ας πούμε, είσαι μουσικός. Η μουσική σε αρπάζει και σε κάνει μονομανή και δεν σε αφήνει να δεις κάτι άλλο. Δεν μπορείς να είσαι με το ένα πόδι μέσα. Αυτό, εκ των πραγμάτων, ρίχνει τα βάρη τα οικογενειακά στο άλλο μέλος. Τότε, αν τον αγαπάς βρίσκεσαι στο δίλημμα "τι κάνω, τώρα;". Από τη μια θες να είσαι ειλικρινής, ο εαυτός σου, και λες "εγώ αγαπώ αυτό το πράγμα και θέλω να αφιερωθώ", από την άλλη ρίχνεις παραπανίσια βάρη στον άνθρωπο που αγαπάς. Είναι ψιλοαδιέξοδο. Αλλά στην ουσία βαδίζουμε στη ζωή χωρίς σχεδιασμό πάντα βαδίζουμε … στην τύχη. Πως είναι όταν πέφτει η βροχή στο χώμα και κάνει αυλάκια στα σημεία που το βρίσκει πιο αφράτο;… Νομίζω έτσι κινείται και η ζωή μας, κινούμαστε πάντα, μα πάντα, προς τα εκεί που θεωρούμε ότι είναι το πιο εύκολο για εμάς.

Αυτό μας παραπέμπει στη Φυσική … στην αρχή της ελάχιστης ενέργειας

Δεν ξέρω, μπορεί κάτι το οποίο είναι εύκολο για εμάς, για τον άλλον να είναι τρομερά δύσκολο.

Προφανώς, αν εσύ αφεθείς στη μουσική, αυτή από μόνη της σου δίνει περισσότερη ενέργεια, ενώ σε κάποιον άλλον μπορεί να αντλεί από αυτόν. Το τι δίνει ενέργεια στον καθένα μας και το τι απομυζά από εμάς ενέργεια, είναι κάτι σχετικό, έχει να κάνει με τον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο.

Βέβαια, έχεις δίκιο σε αυτό, είναι το ισοζύγιο. Γι΄ αυτό κι εγώ, παρ΄ ότι κουράζομαι, μην νομίζεις, δεν είναι θέμα έμπνευσης μιας στιγμής, έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μέσα σε τέσσερις τοίχους, σχεδόν δεν έζησα… χωρίς ταξίδια, χωρίς εξόδους, σχεδόν σαν ερημίτης. Αφού κάποιες φορές αναρωτιέμαι: τι κάνω τώρα; μπας και χάνομαι; Μήπως φεύγει η ζωή έτσι; Αλλά από την άλλη σκέφτομαι πως ίσως να είμαι φτιαγμένος γι΄ αυτό να είμαι κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους και να κάνω μουσική.

Τα παιδιά σου σήμερα, κουβαλούν το "βάρος" του Θανάση;

Όχι, δεν νομίζω πως έχουν ούτε κόμπλεξ κατωτερότητας, ούτε ανωτερότητας, πιστεύω πως κι εμείς βοηθήσαμε σαν γονείς όσο μπορούσαμε. Μάλιστα κάποιες φορές ντρέπονται κιόλας να το πουν πως ο πατέρας τους, ας πούμε, ασχολείται με τη μουσική. Δεν διακρίνονται από έπαρση.

Ασχολούνται και τα παιδιά ου με τη μουσική έτσι;

Ναι ασχολούνται και οι δύο μάλιστα ο ένας, ο Κωσταντής, ασχολείται λίγο περισσότερο, έχει και κάνει και τη μουσική για μια ταινία. Είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, παρά το ότι είναι δίδυμοι. Θα δούμε πώς θα συνεχίσουν τα παιδιά, προσπαθώ κι εγώ να τα βοηθήσω όπου με χρειάζονται, πιστεύω πως θα μπορέσω να βοηθήσω κυρίως σαν παραγωγός.

Σε ευχαριστούμε. Καλή έμπνευση, καλή συνέχεια…